Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Η καινούρια μου θάλασσα

Αγαπάω πολύ τη θάλασσα και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πέρασα κάθε καλοκαίρι της παιδικής μου ηλικίας σε μια ονειρεμένη ερημική παραλία, κολυμπώντας σα ψάρι όλη μέρα. Η θάλασσα ήταν διαυγής και καταγάλανη,  βοηθούσε το χρώμα της άμμου σε αυτό, αλλά και το σχήμα του κόλπου που την προστάτευε από τον άνεμο και τα ρεύματα. Περισσότερο από όλα όμως, ήταν ένας ολόκληρος κόσμος.

Στα ρηχά έβλεπε κανείς μουρμούρες να σκαλίζουν την άμμο, λίγο πιο βαθιά υπήρχαν κοκοβιοί και γλώσσες, καμμιά φορά εμφανίζονταν και δράκαινες.  Τα βράχια που σχημάτιζαν τις άκρες του κόλπου δεξιά και αριστερά ήταν γεμάτα αχινούς, πεταλίδες, και θρουμπίλια. Στην άμμο πάλι, ζούσαν καρτσίνες μέσα στα πολύχρωμα κοχύλια τους, και αχιβάδες με μισάνοιχτα γυαλιστερά όστρακα.

Στα βαθιά υπήρχαν θαλάμια χταποδιών. Ορισμένες φορές μπορούσε να τα δει κανείς να κολυμπούν φυσώντας νερό και τινάζοντας το σώμα τους με ενωμένες τις άκρες των ποδιών τους. Άλλοτε πάλι έμεναν ακίνητα πάνω στην άμμο παίρνοντας το χρώμα της. Νόμιζαν πως δεν φαίνονται πλέον, και μπορούσες να καταδυθείς και να τα δεις από κοντά χωρίς να φεύγουν, αρκεί να μην τα κοιτούσες στα μάτια.

Στα πλαινά βράχια ζούσαν σμέρνες. Αυτές είχαν χρώματα όπως οι λεοπαρδάλεις και μπορούσες να τις δεις να βγάζουν το κεφάλι και ένα μέρος του σώματος τους από την κατοικία τους. Στέκονταν ακίνητες, μισές μέσα, μισές έξω. Αλλά αν τολμούσες να πλησιάσεις, εξαφανίζονταν αμέσως μέσα στο βράχο. Καλύτερα πάντως ήταν να μην πλησιάζει κανείς τα σπίτια τους, πολύ δε περισσότερο να βάζει τα χέρια του στις τρύπες του βράχου, τα σαγόνια τους δεν αστειεύονταν.

Στα βράχια που βρίσκονταν γύρω από τις μύτες του κόλπου ζούσαν πετρόψαρα, γύλοι με πράσινα, γαλάζια και κίτρινα χρώματα, καφέ και μπεζ πέρκες, αλλά και κατάμαυρες καλόγριες. Έξω από τον κόλπο όμως η θάλασσα άλλαζε απότομα. Αμέσως αισθανόσουν την διαφορά της θερμοκρασίας και την ύπαρξη των ρευμάτων, και έπρεπε να αναλογιστείς πόσο ακόμα σκόπευες να κολυμπήσεις ώστε να έχεις δυνάμεις να γυρίσεις. 

Το βάθος έφτανε πια τα δεκαπέντε μέτρα, το χρώμα του νερού γινόταν σκούρο μπλε, και ο βυθός άρχιζε να μην διακρίνεται καθαρά. Κάποτε μπορούσε κανείς να δει κοπάδια ψαριών να περνούν με μεγάλη ταχύτητα, σαργούς κυρίως. Μια φορά είχα δει και ένα σαλάχι να κολυμπάει με εντυπωσιακή μεγαλοπρέπεια. Αλλά ποτέ δεν μου άρεσε πολύ εκεί έξω, ένιωθα απομονωμένος και εκτεθειμένος.

Σε αυτή την παραλία έμαθα να σέβομαι τη θάλασσα, να γνωρίζω τα όρια μου και να μη φοβάμαι. Ήμουν ένα παιδί-ψάρι, και αυτός ήταν ο κόσμος μου. Οι κάτοικοι του ήταν φίλοι μου και καταδυόμουν συνέχεια για να τους γνωρίσω καλύτερα. Το μόνο που έπαιρνα μαζί μου στην ξηρά ήταν άδεια κοχύλια και κελύφη αχινών. Είχαν πολύ ωραία χρώματα, αμφότερα.

Είναι αρκετός καιρός τώρα που δεν είμαι παιδί και εκείνη η παραλία είναι πλέον πολύ διαφορετική. Και όλο αυτό τον καιρό αναζητούσα μια καινούργια θάλασσα, χωρίς αποτέλεσμα. Είχα αρχίσει πια να πιστεύω πως ήταν μάταιο. Όλα όμως άλλαξαν αυτό τον μήνα: ανακάλυψα επιτέλους την καινούρια μου θάλασσα, όψη της οποίας φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία.

Δεν ήταν καθόλου εύκολο να την ανακαλύψω, γιατί μόνο πετώντας μπορεί κανείς να πάει εκεί. Ευτυχώς όμως, γνώρισα ένα σπουργίτι που ήξερε το δρόμο. Χωρίς αυτό, ποτέ δεν θα τα είχα καταφέρει. Και έτσι έπαψα πια να είμαι το παιδί-ψάρι. Έγινα και εγώ σπουργίτι και αντί για πτερύγια τώρα έχω φτερά, για να μπορώ πάντα να πετάω προς την καινούρια μου θάλασσα. 




Κάπου, 01.08.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: