Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Βαθιά ανάσα, αλλά όχι μόνο


Είμαι μετανάστης. Δεν έφυγα από την Ελλάδα επειδή ήθελα αλλά επειδή αναγκάστηκα, όπως και πολλοί άλλοι. Και δε μπορώ να επιστρέψω παρά μόνο για λίγες μέρες το χρόνο, επίσης όπως και πολλοί άλλοι. Αυτή τη φορά όμως όλα ήταν διαφορετικά. Έτυχε να βρεθώ ακόμα πιο μακριά λόγω επαγγελματικού ταξιδιού: το πρώτο βράδυ στο ξενοδοχείο άκουσα την ανακοίνωση για το δημοψήφισμα, και τη μέρα της ψηφοφορίας ταξίδευα πίσω στη χώρα που πλέον ζω. 

Είναι παράξενο συναίσθημα να βρίσκεται κανείς όσο πιο μακριά έχει βρεθεί ποτέ από το τόπο του σε μια από τις πολιτικά κρισιμότερες περιόδους του. Οι συνάδελφοι με τους οποίους ταξίδεψα με ρωτούσαν συνέχεια τι μαθαίνω από την Ελλάδα, ποια πλευρά θα κερδίσει το δημοψήφισμα, τι πιστεύω ότι πρέπει να γίνει. Και με δυο λόγια, η απάντησή μου ήταν 'put your money where your mouth is'. 

Ο αγγλικός αυτός ιδιωματισμός σημαίνει να υποστηρίζεις το λόγο σου με τις πράξεις σου, να αναλαμβάνεις το κόστος του. Και ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που για εμένα το αποτέλεσμα ήταν μια τόσο βαθιά ανάσα: όχι μόνο επειδή δηλώθηκε άρνηση στη λιτότητα, αλλά επειδή δηλώθηκε υπό και παρά τις συνθήκες έμπρακτης και άμεσα βιωμένης πίεσης που δημιούργησαν οι κλειστές τράπεζες και η πολιτική του φόβου.

Εικόνες όπως εκείνες των συνταξιούχων που συνωστίζονται έξω από τις τράπεζες δεν είναι παρά συμπτωματικές του πραγματικού προβλήματος, του ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο που επιμελώς πολλοί απέφευγαν να κοιτάξουν: η χώρα πτώχευσε το 2010, όχι το 2015, και συντήρησε μια πλασματική εικόνα σταθερότητας μέσω των μνημονίων, θυσιάζοντας τους περισσότερους και ασθενέστερους στο βωμό της λιτότητας. Το μόνο που συνέβη τώρα είναι ότι τραβήχτηκε η κουρτίνα και φάνηκε η αληθινή εικόνα που δεν επιτρέπει πλέον καμία εθελοτυφλία. 

Υπάρχουν ωστόσο χειρότερα πράγματα από τη πτώχευση αυτή καθεαυτή. Φυσικά και καταλαβαίνω το φόβο και την ανησυχία ως ανθρώπινες αντιδράσεις και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από αυτές. Και αντίστοιχα κατανοώ τους ανθρώπους που ψήφισαν 'ναι' λόγω φόβου, παρά λόγω ατομικού συμφέροντος ή ιδεολογικής ταύτισης με τη πολιτική των μνημονίων. Όμως μια πλειοψηφική και εκλογικά νομιμοποιημένη συναίνεση στη λιτότητα όχι μόνο θα αποτελούσε άνευ όρων αποδοχή της καταστροφικής νεοφιλελευθερης διαχείρησης των προηγούμενων ετών και εν λευκώ εξουσιοδότησή της για το μέλλον, αλλά και κατάδυση της ελληνικής κοινωνίας ακόμα πιο βαθιά στην αγριότητα: το αντίστοιχο μιας ψηφοφορίας σε ένα πλοίο που βουλιάζει για να πετάξουμε στη θάλασσα τους ασθενέστερους επιβάτες νομίζοντας ότι έτσι θα σωθούμε.

Βαθιά ανάσα λοιπόν ήταν και η αποφυγή αυτού του ενδεχόμενου, έναντι του οποίου δεν αντιλαμβάνομαι την πολυτέλεια της αποχής ή ουδετερότητας.  Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η αναγκαιότητα του όχι υπήρξε ανέφελη, πράγμα νομίζω προφανές σε όσους δε φορούν κομματικές ή άλλες παρωπίδες.

Αναφέρομαι καταρχήν στην άκριτη και διακομματική επικράτηση ενός εθνικού αφηγήματος της κρίσης με άξονα το φαντασιακό συλλογικό υποκείμενο του ελληνικού λαού/έθνους, στη προκειμένη περίπτωση ως ενωμένου και περήφανου. Πρόκειται για την λογοθετική διάκριση εμείς/αυτοί, όπου στη θέση των δεύτερων σήμερα τοποθετούνται οι 'ξένοι' εκβιαστές, όπως δυνητικά μπορούν να τοποθετηθούν οι μετανάστες και πρόσφυγες ή όποιοι άλλοι εξωτερικοί και εσωτερικοί 'εχθροί' του παραγόμενου ελληνικού συλλογικού.

Αυτή η ρητορική περί 'εθνικής' ενότητας/σωτηρίας περιθωριοποιεί αποτελεσματικά την όποια πολιτική κριτική με ταξικές αναφορές, και ως προς αυτό είναι χαρακτηριστική η σχεδόν πλήρης απουσία όρων όπως νεοφιλευθερισμός και καπιταλισμός από την δημόσια σφαίρα, ακόμα και παρά την ανάκυψη άμεσης σύνδεσης του πολιτικού περιεχομένου του δημοψηφίσματος με το πεδίο της παραγωγής. Παραδείγματος χάριν, είστε σίγουροι ότι την επόμενη μέρα είμαστε 'εθνικά' ενωμένοι και αγαπημένοι, εργοδότες και εργαζόμενοι, αφεντικά και εργάτες, δηλαδή εκβιαστές και αντίστοιχα εκβιαζόμενοι;


Και τέλος, η παραγόμενη εθνική συναίνεση πώς ακριβώς τοποθετείται έναντι περιστατικών αστυνομικής βίας και ατιμωρησίας; Και πως νοηματοδοτεί τα δικαιώματα και τις ζωές μεταναστών και προσφύγων, η απαξίωση των οποίων συνεχίζεται από το Αιγαίο μέχρι τα κέντρα κράτησης που παραμένουν στη θέση τους παρά τις κάποτε πανηγυρικές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου; Επιτρέπεται να θέτει κανείς τέτοια 'ήσσονος' σημασίας ερωτήματα σε περίοδο 'μείζονος' εθνικής διαπραγμάτευσης;

Στην πορεία προς την ψηφοφορία η επόμενη μέρα του 'όχι' παρέμεινε απροσδιόριστηενώ παράλληλα δόθηκαν εντυπώσεις άμεσης επίλυσης της κατάστασης που αδυνατώ να κατανοήσω. Εξακολουθώ ωστόσο να πιστεύω τόσο ότι η επικράτηση της λογικής μεταξύ των δανειστών είναι δυνατή, όσο και ότι η κυβέρνηση έχει προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο συνέχισης της πίεσης από την πλευρά τους, το οποίο άλλωστε προκύπτει από τη δική της αφήγηση για την προηγούμενη περίοδο και τις σχετικές αναφορές σε εκβιασμούς, μη τήρηση συμφωνηθέντων και προσπάθεια ανατροπής της.

Η προτεραιότητα της άμεσης υποστήριξης των αδυνάτων και πλεόν εξαθλιωμένων τμημάτων του πληθυσμού σε αυτή τη περίπτωση είναι φυσικά ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά όχι αποκλειστικά. Εξαρτάται και από τη δυνατότητα όλων μας να πράττουμε με όρους συλλογικότητας και αμοιβαίας αλληλεγγύης, από όποια θέση κι αν βρισκόμαστε - και να είμαστε για αυτό περήφανοι ως πολιτικά υποκείμενα.