Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Μετά το ναυάγιο που αποφάσισες

James Turrell, Night Passage, 1987   aseriesofsmallthings.com


                                  SURVIVOR


                                    Σου απαγορεύω
                                    να μου υπαγορεύσεις οδηγίες  επιβίωσης
                                    μετά το ναυάγιο που αποφάσισες.
                                    Είναι καιρός που περιφέρεις αποκρουστικά
                                    το  βλέμμα του επιζήσαντα.
                                    Αυτού
                                    που θα εγκαταλείψει έγκαιρα το πλοίο.
                                    Αυτό το βλέμμα το ξεδιάντροπο
                                    σε κάνει αγνώριστο, καλέ μου.
                                    Άλλον.
                                    Σε σκέφτομαι  ιδρωμένο, πανικόβλητο, ασθμαίνοντα
                                  να πηδάς για να σωθείς
                                    κι αισθάνομαι ναυτία.
                                    Και να σκεφτεί κανείς, ότι μετά
                                    εσύ 
                                    θα είσαι ο ζωντανός της υπόθεσης.
                                    Αναρωτιέμαι μέχρι πού θα φτάσεις.
                                    Αν θα με σπρώξεις, αν θα με πατήσεις κιόλας
                                    για να βεβαιωθείς πως δε θα μείνεις πίσω.
                                    Μήπως σκοπεύεις άραγε και να με λυπηθείς
                                    που έμεινα να βουλιάξω
                                    κρατώντας τα τσιγάρα σου ψηλά.

                                    Σου εύχομαι να ζήσεις
                                    καλέ μου.
                                    Και να θυμάσαι τον πανικό του ποντικού
                                    κάθε φορά που βρέχεσαι.


                                   Μιράντα Παπαδοπούλου, Χωρίς

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Απεργία, δημοκρατία, εξαίρεση

Φωτογραφία: Μάριος Λώλος  thepressproject.gr

Η παραπάνω φωτογραφία του Μάριου Λώλου νομίζω πως αποδίδει εύστοχα το ουσιαστικό πολιτικό διακύβευμα που έχει πλέον αποκτήσει η απεργία των εργαζομένων στο Μετρό. Ας μην εθελοτυφλούμε λοιπόν: η κυβερνητική επιλογή της αστυνομικής αντιμετώπισης της απεργίας θέτει ερωτήματα που είτε μας αρέσει είτε όχι καλούμαστε να απαντήσουμε τόσο ως πολίτες όσο και ως εργαζόμενοι, ή, αν προτιμάτε, ως πολιτικά και ταξικά υποκείμενα. Αποδεχόμαστε να πράττει μια κυβέρνηση εκτός του πλαισίου νομιμότητας που ορίζει το Σύνταγμα; Και συναινούμε στον εξοστρακισμό της απεργίας από τη σφαίρα των θεσμικά αναγνωρισμένων κοινωνικών δικαιωμάτων στη σφαίρα της ποινικής καταστολής;


Απεργία και συνταγματική τάξη

Μια πρώτη συνοπτική απάντηση δίνεται από τον συνταγματολόγο  Γιώργο Κατρούγκαλο στην Ελευθεροτυπία:

Η επιστράτευση των απεργών γίνεται, κατά την κυβέρνηση, ως απάντηση στην «ευθεία πρόκληση κατά της νομιμότητας» που συνιστά, κατ' αυτήν, η απεργία.

Στην πραγματικότητα όμως είναι η ίδια που, για ακόμη μία φορά, καταπατά και μάλιστα βάναυσα το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην απεργία και η ελευθερία της εργασίας προστατεύονται συνταγματικά και από διεθνείς συμβάσεις εργασίας (ιδίως την 29 αλλά και τις 105, 87 και 98). Για το λόγο αυτό η «επίταξη υπηρεσιών», όπως είναι ο νομικός όρος για την «πολιτική επιστράτευση», επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος, μόνον σε δύο περιπτώσεις: «επείγουσα κοινωνική ανάγκη από θεομηνία ή ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία». 

Ακόμη και ο νόμος 3536/2007, ο οποίος -αντισυνταγματικά- διεύρυνε τη δυνατότητα επιστράτευσης, θέτει ως αναγκαίο όρο να υπάρχει «άμεση κοινωνική ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία». 

Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση. 

Η κυβέρνηση δείχνει ξανά πως θεωρεί ότι το Σύνταγμα δεν τη δεσμεύει. Η κοινωνία πρέπει να αντιδράσει.

Πιο συγκεκριμένα, το Σύνταγμα της Ελλάδας ορίζει την απεργία ως δικαίωμα (Άρθρο 23, παράγραφος 2), ενώ η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, δηλαδή η πολιτική επιστράτευση, ρυθμίζεται ως εξής (Άρθρο 22, παράγραφος 4):

Οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών.

Ρύθμιση της επίταξης περιλαμβάνεται επίσης στο Νόμο 3536/2007 ως εξής (Άρθρο 41, παραγραφος 2): 

Έκτακτη ανάγκη σε περίοδο ειρήνης, που επιβάλλει την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, είναι κάθε αιφνίδια κατάσταση, η οποία απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων προς αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από κάθε μορφής απει­λούμενη φυσική καταστροφή ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Εκτακτη ανάγκη σε περίοδο ειρήνης, που επιβάλλει την επίταξη ακινήτων και κινητών πραγμάτων, είναι κάθε άμεση κοινωνική ανά­γκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία.

Τέλος, η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών και των μέσων με τα οποία αυτές παρέχονται συνδέεται και με το Διάταγμα 17/1974, το οποίο περιλαμβάνει μια ευρύτερη διατύπωση περί 'πολιτικής κινητοποίησης' και εκδόθηκε πριν ισχύσει το Συντάγμα του 1975 με βάση τις διατάξεις του Συντάγματος του 1952 (εδώ και εδώ). Το εν λόγω Διάταγμα έχει αμφισβητηθεί δικαστικά (εδώ), αλλά και στη Βουλή. Ενδεικτικά, ακόμα και το ΠΑΣΟΚ άσκησε κριτική το 2006: όπως αναφέρει τo tvxs, δώδεκα βουλευτές, μεταξύ των οποίων ο νυν αρχηγός του κόμματος, δήλωναν σε αιτιολογική έκθεση τροποποίησης:

[Η] απεργία από μόνη της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κατάσταση έκτακτης ανάγκης  που να δικαιολογεί την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών ακόμη κι αν κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική από το δικαστήριο. Κατά συνέπεια δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να επιβληθεί «πολιτική επιστράτευση» (επίταξη προσωπικών υπηρεσιών) στους απεργούς.

Το ότι σήμερα το ίδιο κόμμα δεν προβάλλει την ίδια θέση φαντάζομαι πως είναι χαρακτηριστικό της συνέπειας του - η δε στάση της ΔΗΜΑΡ φοβάμαι πως δεν χρειάζεται, ούτε αξίζει, κανένα σχόλιο. Με δυο λόγια, στην περίπτωση της απεργίας των εργαζομένων στο ΜΕΤΡΟ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προσδιορίζονται στο Σύνταγμα και το νομοθετικό πλαίσιο του 2007: ούτε ζήτημα άμυνας της χώρας τίθεται, ούτε κατάσταση ανάγκης που να αφορά θεομηνία, ή θέματα δημόσιας τάξης και υγείας. 


Καλωσορίσατε στην χώρα της εξαίρεσης

Δεν υπάρχει ωστόσο τίποτα απλό στη μορφή κυριαρχίας που σηματοδοτεί μια επιστράτευση χωρίς τους όρους που την νομιμοποιούν. Ενδεικτικά, η άποψη του συνταγματολόγου Γιώργου Κατρούγκαλου που παρατίθεται παραπάνω, ότι η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αποκαθιστά τη νομιμότητα χωρίς ωστόσο η ίδια να την τηρεί, μπορεί να έχει μια δεύτερη, και σημαντικά διαφορετική, ανάγνωση με άξονα την έννοια της εξαίρεσης στο έργο του Giorgio Agamben (Homo Sacer: Sovereign Power and Bare Life, Stanford: Stanford University Press, 1998, State of Exception, Chicago: The University of Chicago Press, 2005). 

Κατά τον Agamben, η συνθήκη εξαίρεσης αναφέρεται στην αναστολή της ισχύος του υφιστάμενου νομικού πλαισίου στο όνομα της αναγκαιότητας να αντιμετωπιστεί μια έκτακτη ή επείγουσα περίσταση. Πρόκειται για ρυθμίσεις και πρακτικές που αν και εφαρμόστηκαν και νοηματοδοτήθηκαν με διαφορετικούς τρόπους και όρους σε πλειάδα ιστορικών πλαισίων, παρουσιάζουν την κοινότητα να χαρακτηρίζονται από νομική και πολιτική αμφισημία που καθιστά τα όρια της νομιμότητας δυσδιάκριτα. Κύριο στοιχείο της συνθήκης εξαίρεσης είναι ο προσδιορισμός της έννομης τάξης μέσω της αναστολής της, ενώ ταυτόχρονα η περίσταση της αναγκαιότητας αποτελεί τον τρόπο μέσω του οποίου η εξαίρεση καθιερώνεται αποκτώντας χαρακτηριστικά κανονικότητας.

Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της τάσης στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα αποτελεί η πολιτική έναντι των μεταναστών. Στο πλαίσιο των αστυνομικών επιχειρήσεων - 'σκούπα' μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012 είχαν προσαχθεί 57.007 μετανάστες εκ των οποίων συνελήφθησαν μόλις 4.022. Ποιο νομικό πλαίσιο ωστόσο επιτρέπει στην αστυνομία να προσάγει με μαζικούς τρόπους τόσους πολλούς ανθρώπους, και με ποια ακριβώς κριτήρια τούς επιλέγει; «Ενώ η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να ελέγχει την μετανάστευση, δεν έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους στο δρόμο σαν εγκληματίες μόνο εξαιτίας του χρώματος του δέρματός τους», υποστηρίζει η Jezerca Tigani, Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Προγράμματος για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία της Διεθνούς Αμνηστίας· «αυτές οι επιχειρήσεις “σκούπα” της αστυνομίας παραβιάζουν τα διεθνή πρότυπα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρέπει να σταματήσουν άμεσα». 

Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ουδέποτε υπήρξε, και επιτρέψτε μου να πω ότι ουδέποτε προβλεπόταν να υπάρξει: είναι ακριβώς αυτό το πλαίσιο δυσδιάκριτης νομιμότητας που δημιουργεί την εξαίρεση σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι η συγκρότηση μιας υποτιθέμενα 'επείγουσας' αναγκαιότητας, που στη προκειμένη περίπτωση εκφράστηκε με την ακροδεξιού τύπου ρητορική κατά των μεταναστευτικών πληθυσμών. Υπό αυτό το πρίσμα, οι μετανάστες παρουσιαστηκαν αρχικά ως 'υγειονομική βόμβα' από τους Λοβέρδο-Χρυσοχοΐδη, και στη συνέχεια ως 'βόμβα στα θεμέλια κοινωνίας και κράτους' από τον Νίκο Δένδια. Ο δεύτερος αξονας είναι το πέρασμα από την υποτιθέμενα 'επείγουσα' αναγκαιότητα στην κανονικότητα: οι πολιτικές έναντι των μεταναστών δεν είναι πλέον έκτακτες αλλά μόνιμες, έχοντας αποκτήσει κοινοβουλευτική νομιμοποίηση, αρχικά υπό μορφή τροπολογίας και στη συνέχεια ως νόμος του κράτους.


Κρίση και κοινωνικές διεκδικήσεις

Στη περίπτωση της απεργίας στο Μετρό, η θέση της σημαντικότερης 'επείγουσας' περίστασης καταλαμβάνεται από την ίδια την κρίση, και αντίστοιχα η αναγκαιότητα συνίσταται στην εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας. Ενδεικτικές ως προς αυτό είναι οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, τις οποίες το Σύνταγμα προβλέπει μόνο σε «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» (Άρθρο 44, παράγραφος 1), αλλά χρησιμοποιούνται εκτενέστερα από την κυβερνηση για την ευκολότερη εφαρμογή της πολιτικής της (δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ).

Το επιχείρημα της κυβέρνησης έναντι των απεργών ότι δεν μπορούν να εξαιρεθούν από τις θυσίες του ελληνικού λαού είναι φυσικά έωλο: ενδεικτικά, έχει αναβληθεί για τρίτη συνεχή χρονιά η καταβολή του νομοθετημένου φόρου τηλεόρασης που βαραίνει τους ιδιοκτήτες καναλιών, πράγμα που καθόλου πρωτότυπα έγινε μέσω πράξης νομοθετικού περιεχομένου.  Ωστόσο, κύρια επιδίωξη φαίνεται να είναι η απαξίωση των απεργών ως συντεχνία που κρατά σε ομηρία και ταλαιπωρεί το επιβατικό κοινό, οπτική που υιοθετείται επίσης από συμβατικά μέσα επικοινωνίας (δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ, εδώ, και εδώ).

Ούτε αυτό είναι πρωτότυπο: στο πλαίσιο της συναινετικής πολιτικής αντίληψης, ο συμβατικός δημοσιογραφικός λόγος τείνει να αναπαραστά την απεργία ως μορφή αντίθεσης ανάμεσα σε μειοψηφικά συμφέροντα και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο (Glasgow University Media Group, Bad news, London: Routledge & Keegan Paul, 1976, More bad news, London: Routledge & Keegan Paul, 1980). Αυτό που υποβαθμίζεται είναι το περιεχόμενο των αιτημάτων, και στην προκειμένη περίπτωση η υπεράσπιση της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, πράγμα που επίσης υποστηρίζεται από την ΓΣΕΕ και το ΕΚΑ ως στοιχειώδες συνδικαλιστικό και δημοκρατικό δικαίωμα.

Η επιστράτευση αποτελεί καίριο πλαίσιο απονομιμοποίησης των εργαζομένων, και φυσικά καταδικάζεται από την ΓΣΕΕ και το ΕΚΑ ως αντιδημοκρατική, ωστόσο η εξαίρεση είναι μια ευρύτερης πολιτικής σημασίας συνθήκη. Και αυτό γιατί δεν αναιρεί την θεσμική υπόσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως τέτοια, και από αυτή την άποψη παρομοιώσεις της συνθήκης με 'χούντα' περισσότερο συσκοτίζουν παρά βοηθούν. Η εξαίρεση αποτελεί ιδιόμορφο τρόπο μεταφοράς της απεργίας από το πεδίο των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων στη σφαίρα του ποινικού νόμου - και για να γίνει αυτή η μεταφορά δεν επαρκεί η κριτική της απεργίας ως αντικοινωνική, ούτε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, να κριθεί δικαστικά ως παράνομη και καταχρηστική.

Και δεν επαρκεί γιατί το νομικό πλαίσιο ορίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της επιστράτευσης, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνται. Και το γεγονός ότι η επιστράτευση κηρύσσεται παρότι οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται, αλλά και ακριβώς επειδή δεν πληρούνται, είναι αυτό που συνιστά την συνθήκη της εξαίρεσης, συνιστά δηλαδή κυριαρχία, πρωτότυπη μορφή άσκησης εξουσίας. Πρωτότυπη ως προς το ότι διαμορφώνει η ίδια τους όρους με τους οποίους ασκείται, και ως προς το ότι είναι η άσκησή της υπό αυτούς τους όρους που παράγει τους απεργούς ως ποινικά υποκείμενα.

Από αυτή την άποψη, η νομική αμφισημία της εφαρμογής της εξαίρεσης στην προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί σημείο αδυναμίας αλλά ισχύος: είναι η εφαρμογή αυτή καθεαυτή που επαναπροσδιορίζει το περιεχόμενο και τη σημασία του νομικού της πλαισίου και όχι το αντίθετο. Όπως υποστηρίζει η Judith Butler, οι σύγχρονες μορφές κυριαρχίας υφίστανται εντός μιας δομικά αντεστραμένης σχέσης με την έννομη τάξη και προβάλλουν ακριβώς την στιγμή που αυτή αναστέλεται (Precarious Life: The Powers of Mourning and Violence, London: Verso, 2004).  

Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, η κρίση και η πολιτική της λιτότητας ως επείγουσα αναγκαιότητα για την αντιμετώπισή της τείνουν να διαμορφώνουν όχι ένα νέο πεδίο άσκησης εξουσίας που παράγεται με βάση διασταλτικές ερμηνείες του νόμου, αλλά ένα νέο τρόπο άσκησης εξουσίας που παράγει ανασταλτικές ερμηνείες του νόμου. Και δυνητικά αυτό αφορά το συνολικό πλαίσιο πολιτικής διαμαρτυρίας και κοινωνικής διεκδίκησης την περίοδο της κρίσης, πράγμα που υπερβαίνει την περίπτωση της συγκεκριμένης απεργίας και ταυτόχρονα μας περικλύει όλους και όλες.

 
Υστερόγραφο, σε κατάσταση 'ομηρίας'

Τυχαίνει να μένω αρκετά μακριά από το κέντρο, και ταυτόχρονα να εργάζομαι σε αυτό. Και δεν έχω αυτοκίνητο ή άλλο μέσο ιδιώτικής χρήσης. Όποιος έχει επιχειρήσει να κατέβει την Κηφισίας όταν απεργούν τα μέσα σταθερής τροχιάς ξέρει ακριβώς τι εννοώ: έχει συμβεί από το ΚΑΤ μέχρι το δαχτυλίδι το λεωφορείο να κάνει 40'. Και μέχρι την Αλεξάνδρας πάνω από δύο ώρες συνολικά. Πάνω από δύο ώρες ο ένας πάνω στον άλλον, και κάθε στάση μια μικρή διαδήλωση. Πολλές μικρές διαδηλώσεις αντί για μια μεγάλη, και ορισμένες φορές με πιβάτες' αντί για πολίτες· πιβάτες' που νομίζουν ότι υπάρχουν ατομικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα.

Δεν μου αρέσουν καθόλου όλα αυτά, αλλά δεν έχω εναλλακτικές λύσεις. Τουλάχιστον όχι οικονομικά βιώσιμες. Κανένας συμβασιούχος εργαζόμενος, απλήρωτος από τον Ιούνιο, δεν έχει. Όμηρος είμαι λοιπόν, αλλά όχι των απεργών. Για αυτό σας λέω, αγαπητοί σοβαροί, υπεύθυνοι και συνετοί νεοφιλελευθεροι πάσης φύσεως, να τους τσακίσετε αυτούς τους τρισκατάρατους συνδικαλιστές. Να τους τσακίσετε, το ξέρω ότι το θέλετε και πιθανόν να το μπορέσετε.  
 
Αλλά όχι στο όνομά μου.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Για την ρατσιστική δολοφονία του Σεχζάτ Λουκμάν

 Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos tvxs.gr

Η άγρια δολοφονία του Πακιστανού Sahtzat Loqman στα Πετράλωνα προφανώς δεν συνιστά μεμονωμένο περιστατικό, ούτε άτυχη στιγμή. Ήταν προδιαγεγραμμένη γιατί γίνεται σε ένα περιβάλλον όπου ένα κόμμα, του οποίου τα μέλη εγκληματούν συστηματικά και ανεμπόδιστα τα τελευταία 30 χρόνια στην Ελλάδα, προτρέπει ανοιχτά τους πολίτες στην άσκηση βίας και στη δημιουργία ταγμάτων ασφαλείας, την ίδια ώρα που το κράτος επιδεικνύει πλήρη αδυναμία στην αντιμετώπισή της.

Καθώς το πολιτικό σύστημα ατενίζει τους βουλευτές της Χ.Α. να κάθονται ένοπλοι στο Κοινοβούλιο ωσάν να βρίσκονται στο σαλούν, η απαίτηση της καταδίκης της βίας από όπου και αν προέρχεται ακούγεται «πρώτα ως τραγωδία, ύστερα ως φάρσα», αφού από τη μια πλευρά το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εξαντλεί τις αστυνομικές δυνάμεις σε εκκενώσεις κατειλημμένων κτηρίων τις οποίες ούτε καν αιτούνται οι νόμιμοι δικαιούχοι, και από την άλλη επιδεικνύει πλήρη απροθυμία να αντιμετωπίσει την ακροδεξιά, ναζιστική βία. Όσο δε κι αν ο Υπουργός διαβεβαιώνει ότι η επέμβαση της αστυνομίας ήταν άμεση και ότι οι δράστες συνελήφθησαν, δυστυχώς δεν εγγυάται ότι αυτό το έγκλημα θα αντιμετωπιστεί όχι ως μια κοινή δολοφονία, αλλά ως έγκλημα ρατσιστικού μίσους.

Ένα μίσος που ξεκινά από τη Χρυσή Αυγή και νομιμοποιείται στις πολιτικές της «μηδενικής ανοχής στη λαθρομετανάστευση» που αφήνουν χιλιάδες ανθρώπους απροστάτευτους στη ρατσιστική βία, αφού όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η καταγγελία της στην αστυνομία από το θύμα θα σημάνει αυτόματα την απέλασή του και την ατιμωρησία των ενόχων. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι, εάν ο άνθρωπος είχε επιζήσει, το πιθανότερο είναι ότι απλώς δεν θα μαθαίναμε ποτέ τίποτα και οι δράστες θα συνέχιζαν προστατευμένοι, ατιμώρητοι και ανενόχλητοι. Όπως πάντα.

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του ανθρώπου έχει πολλάκις επισημάνει στα θεσμικά όργανα της πολιτείας ότι η κωλυσιεργία ή ανικανότητα όλων των συναρμόδιων αρχών για την επιβολή της νομιμότητας και την ποινική καταδίκη τόσο των φυσικών όσο και των ηθικών αυτουργών των εγκλημάτων μίσους θέτει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος και την κοινωνική ειρήνη. Τυχόν αποτυχία των ελληνικών αρχών για ακόμη μία φορά να αναδείξουν τον ρατσιστικό χαρακτήρα της δολοφονίας του Πακιστανού Loqman θα σημαίνει όχι μόνο ρατσιστική από πλευράς του κράτους μεταχείριση του θύματος, αλλά και νομιμοποίηση της πολιτικής της ναζιστικής Χρυσής Αυγής.