Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Pink Floyd – The Wall: Η rock μουσική ως ars politica


Το concept album The Wall των Pink Floyd κυκλοφόρησε το 1979 και αναφέρεται στην προσωπική κρίση, βαθμιαία απομόνωση και συναισθηματική κατάρρευση του πλασματικού rock star Pink. Ήταν κατά βάση έργο του Roger Waters, ο οποίος έγραψε επίσης το σενάριο της ομώνυμης ταινίας που γυρίστηκε το 1982 από τον Alan Parker. Σε αυτή περιλαμβάνονται σεκάνς κινουμένων σχεδίων του Gerald Scarfe, ενώ τον ρόλο του Pink ερμήνευσε ο Bob Geldof.

Κατά ένα μέρος, το The Wall είναι μορφή κριτικής στη μουσική βιομηχανία. Το έναυσμα ήταν η δυσφορία που αισθανόταν ο  Waters έναντι συναυλιών μεγάλης κλίμακας σε στάδια και με κοινό μαζικό και ετερόκλητο.  Η διενέργεια τέτοιου τύπου συναυλιών με άξονα το οικονομικό όφελος που συνεπάγονται οδήγησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, στην αλλοτρίωση: "I became very conscious of a wall between us and our audience and so this record started out as being an expression of those feelings".  

Το The Wall ωστόσο αποτελεί επίσης αποδόμηση των σχέσεων εξουσίας που συγκροτούνται στο πλαίσιο θεσμών όπως η οικογένεια και η εκπαίδευση, και ιδεολογιών όπως ο εθνικισμός και ο μιλιταρισμός. Η ταινία ανταποκρίθηκε σε αυτό το περιεχόμενο με  εμβληματικές εικόνες: είναι χαρακτηριστική η αναπαράσταση του σχολείου ως ένα πειθαρχικό εργοστάσιο σύνθλιψης μαθητών, οι οποίοι οδηγούνται σε αυτό μαζικά, πειθήνια και συγχρονισμένα (The Happiest Days of Our Lives/Another Brick in the Wall Part 2). 

Πηγή εικόνας

Κατά τον Waters, η μουσική βιομηχανία δεν ασχολείται με το αν οι συναυλίες μετατρέπονται σε τελετουργία χωρίς νόημα, αλλά με τον αριθμό των εισητηρίων και το μέγεθος του κοινού· όπως αναφέρει, "the show must go on, at any cost, to anybody. I mean I, personally, have done gigs when I've been very depressed, but I've also done gigs when I've been extremely ill". Στο δεύτερο μέρος του The Wall, ο αλλοτριωμένος Pink καταρρέει και γίνεται αμέσως αντικείμενο ιατρικής μεταχείρησης (Comfortably Numb), ώστε να παραμείνει λειτουργικός ως μουσικό προϊόν (The Show Must Go On). Αυτό αποτελεί   σημείο-τομή του έργου, καθώς  υπό την επήρεια των φαρμάκων που του δόθηκαν, ο Pink έχει την παραίσθηση ότι είναι ηγέτης φασιστικής οργάνωσης, η συναυλία μετατρέπεται σε συγκέντρωση και ακολουθείται από διαδήλωσεις και επιθέσεις σε μειονότητες (In The Flesh, Run Like Hell, Waiting for the Worms). 

Ο Waters αναφέρει την εξής εμπειρία: "Montreal 1977, Olympic Stadium, 80,000 people, the last gig of the 1977 tour, I, personally, became so upset [...] that I spat at some guy in the front row, [...] which is a very nasty thing to do to anybody. Anyway, the idea is that these kinds of fascist feelings develop from isolation".  Υπό αυτό το πρίσμα, η κριτική του The Wall στον φασισμό επικεντρώνεται στο επίπεδο της επιθυμίας, με όχημα την  αντιδραστική υποκειμενικότητα του Pink. Η ταινία περιλαμβάνει επίσης την οπτικοποίηση των σφυριών που συμβολίζουν την οργάνωση της οποίας ηγείται στην παραίσθηση του: "we've used the hammer as a symbol of the forces of oppression", επισημαίνει ο Waters. Η ενότητα αυτή ολοκληρώνεται καθώς ο Pink ανακτά τρομοκρατημένος την συνείδηση του και διακόπτει την παραίσθηση με την κραυγή “Stop!”

Αρκετά χρόνια μετά τις κλασσικές μελέτες της Σχολής της Φρανκφούρτης και του Wilhelm Reich για το φασιστικό φαινομένο, οι Gilles Deleuze και Felix Guattari εστίασαν στους τρόπους με τους οποίους οι αντιδραστικές υποκειμενικότητες παράγονται στο πεδίο της επιθυμίας υπό τους όρους της καπιταλιστικής κοινωνικής συνθήκης (Anti-Oedipus: Capitalism and Schizophrenia, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1972/1983). Υποστήριξαν ότι ο φασισμός εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο της μικροπολιτικής (micropolitics) όσο και της μακροπολιτικής (macropolitics), και ότι η ταξική πάλη προϋποθέτει και περιλαμβάνει την παραγωγή ριζοσπαστικών μορφών επιθυμίας. Υπό αυτό το πρίσμα διαφοροποιήθηκαν από τα παραδοσιακά, δυιστικά και γραφειοκρατικού τύπου μοντέλα πολιτικού αγώνα, εξετάζοντας ετερογενείς, αντι-ιεραρχικές και αποκεντρωμένες μορφές δράσης (A Thousand Plateaus: Capitalism and Schizophrenia, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1980/1987).

Προλογίζοντας το έργο των Deleuze και Guattari, ο Michel Foucault αναφέρεται όχι μόνο στις ιστορικές εκδοχές του φαινομένου στη Γερμανία και την Ιταλία, αλλά και στη μορφή που αφορά τον καθένα: “the fascism in us all, in our heads and in our everyday behaviour, the fascism that causes us to love power, to desire the very thing that dominates and exploits us” (Preface, στο Anti-Oedipus, ό.π., σ. xiii). Στο The Wall η αυταρχική υποκειμενικότητα εκδηλώνεται στο επίπεδο της επιθυμίας και φορέας αυτής επιλέγεται να είναι ο κύριος χαρακτήρας/(αντι)ήρωας· κατά αυτό τον τρόπο ο εαυτός εμφανίζεται να επιθυμεί την εξουσία που έχει ο ίδιος προηγουμένως υποστεί, στην περίπτωση του Pink στο πλαίσιο του σχολικού θεσμού.

Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές της ταινίας όπου τα παραμορφωμένα πρόσωπα των μαθητών που είχαν συνθλιβεί  στην πειθαρχική σχολική μηχανή (The Happiest Days of Our Lives/Another Brick in the Wall Part 2), τώρα εμφανίζονται να αποθεώνουν την αυταρχική υποκειμενικότητα που αποτελεί ο Pink στην παραίσθηση του (Run Like Hell). Επιπλέον, ο χαρακτήρας του δάσκαλου/διευθυντή σχολείου  και κατεξοχήν φορέα καταναγκασμού  και ταπείνωσης,  παίρνει την μορφή του σφυριού που η οργάνωση του Pink  χρησιμοποιεί ως σύμβολο (The Trial). Κατά αυτό τον τρόπο ορίζεται και το ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της αλλοτρίωσης: ως επιθυμία για δύναμη, με εφιαλτική συνέπεια την συναισθηματική ταύτιση του Pink  με θεσμούς στους οποίους έλλογα αντιτίθεται.


To The Wall ολοκληρώνεται αργότερα με την κατάρρευση του τοίχου, και κατ' επέκταση την άρση της αλλοτρίωσης του Pink, ενώ οι στίχοι του τελευταίου μέρους (Outside The Wall) επαναπροσδιορίζουν εύγλωττα την συνολική προβληματική του έργου: 


All alone, or in two's,

The ones who really love you

Walk up and down outside the wall. 

Some hand in hand

And some gathered together in bands.

The bleeding hearts and artists

Make their stand.

And when they've given you their all

Some stagger and fall, after all it's not easy

Banging your heart against some mad bugger's wall. 


Ο Foucault υποστήριξε ότι θα ήταν λάθος να ερμηνευτεί η προσέγγιση των Deleuze & Guattari ως η νέα πολυαναμενόμενη θεωρία που ενσωματώνει τα πάντα και λειτουργεί καθησυχαστικά, και την οποία υποτίθεται ότι χρειαζόμαστε τόσο πολύ στην εποχή της πολυδιάσπασης, της εξειδίκευσης και της απουσίας ελπίδας. Πρότεινε, αντίθετα, να διαβαστεί ως μορφή τέχνης: “ars erotica, ars theoretica, ars politica” (Preface, στο Anti-Oedipus, ό.π., σ. xiii). Κατά έναν ανάλογο τρόπο, ο Waters αρνείται να προβεί σε ευκολίες, πολύ δε περισσότερο να προσφέρει μία, καθολική και καθησυχαστική λύση. Ο τελευταίος ήχος που ακούγεται στο Outside The Wall είναι η φράση “Isnt this where....”· και αντίστοιχα, η φράση “....we came in?” είναι ο ήχος που ανοίγει το πρώτο μέρος του έργου (In the Flesh?). 

Το στοιχείο της κυκλικότητας είναι υποδηλωτικό της ανάγκης σταθερής και διαρκούς κριτικής στάσης έναντι των σχέσεων εξουσίας· και η επιλογή αυτής της στάσης είναι χαρακτηριστική της πολιτικής ακεραιότητας των φορέων της.


Δείτε επίσης: Lyrics, Behind The Wall (Documentary, 1/7), Full video 

Παλαιότερη εκδοχή του κειμένου στο crimevssocialcontrol
 

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

A lovely underdog

Στο πεζοδρόμιο ακριβώς μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, υπάρχει αυτό το δέντρο. Είναι μία νερατζιά. Μπορείτε να την δείτε στη δεξιά πλευρά της παρακάτω φωτογραφίας να στέκεται με τον ίσιο της κορμό και τα πράσινα της φύλλα.

 
Τώρα, στην ίδια εικόνα, στα αριστερά, διακρίνεται μια παράξενη οντότητα να γέρνει προς τα έξω. Μοιάζει με γυμνό, ξερό κλαδί  – αλλά στην πραγματικότητα, είναι μια μικρή κορομηλιά. Και πιθανόν αρχικά να μην ήταν παρά ένα ξύλο που υποστήριζε το διπλανό δέντρο.

Αλλά αντί να παραιτηθεί, η παράξενη αυτή οντότητα αποφάσισε να ανθίσει.



Έχει καμμία σημασία που είναι τόσο μικρή και δεν μοιάζει καν με δέντρο; Έχει σημασία που είναι αναγκασμένη να ζει ακριβώς δίπλα στην κίνηση; Ή μήπως έχει σημασία το ότι κάθε χειμώνα πρέπει να αντέχει ισχυρούς βόρειους ανέμους και θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν;

Κρίνετε μόνοι/ες σας....

 

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Tim Burton: O άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα

πηγή εικόνας: http://photobucket.com
Ο Τίμοθυ Ουίλλιαμ Μπάρτον γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου του 1958 στο Μπέρμπανκ της Καλιφόρνια. Ξεκίνησε να σχεδιάζει από πολύ μικρή ηλικία και κατόπιν σπούδασε στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Καλιφόρνια. Συνεργάστηκε με τη Ντίσνευ όπου έκανε την ταινία Vincent (1982), που αποτέλεσε ένα αφιέρωμα για τον Βινσεντ Πράις με τον οποίο συνεργάστηκε στη συνέχεια και στον Ψαλιδοχέρη, και τη μικρού μήκους Frankenweenie (1984) η οποία κρίθηκε ακατάλληλη για παιδιά και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Κατόπιν, διέκοψε τη συνεργασία του με τη Ντίσνευ γιατί κατάλαβε ότι το στυλ της απείχε πολύ από την ιδιοσυγκρασία του και την ευαισθησία του.  To 1985 κάνει την ταινία Pee Wee’s Adventure που ήταν μεγάλη εμπορική επιτυχία και μετά τη μαύρη κωμωδία Beeteljuice (1988). Ακολουθεί ο Batman to 1989,που αν και η λιγότερο προσωπική του ταινία μέχρι σήμερα, έσπασε τα ταμεία και ο Μπάρτον απέκτησε στο Χόλιγουντ μία δύναμη άνευ προηγουμένου και κέρδισε την εκτίμηση πολλών ανθρώπων του θεάματος. Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή με ταινίες όπως ο Edward Scissorhands (1990), Batman Returns (1992),Ed Wood( 1994), Sleepy Hollow (1999), Big Fish (2003), Charlie and the Chocolate Factory( 2005), Alice In Wonderland (2010) και πολλές άλλες ακόμη στο ενεργητικό του.

Όντας μικρός, ο Burton σχετίστηκε με τους χαρακτήρες τεράτων που ήταν άφθονοι στις B-Movies των δεκαετιών ’30,’ 40, ’50 όπως ο Φράνκενσταιν, ο Λυκάνθρωπος,   το τέρας της μαύρης λίμνης, ο Γκοτζίλα, οι ρόλοι του κακού που υποδύθηκε ο Βίνσεντ Πράις, ο βρικόλακας του Μπέλλα Λουγκόζι και οι διάφοροι Δράκουλες. Αυτό το αμάλγαμα επιρροών τον έκανε αργότερα να διαμορφώσει το δικό του ήρωα, τον τυπικό «μπαρτονικό» ανδρικό χαρακτήρα. Η εικόνα του περιθωριακού εμφανίζεται σε πολλές μορφές στις ταινίες του: το καταδιωκόμενο τέρας, η τρελή ιδιοφυΐα, ο μανιακός, ο ατελής άνθρωπος που ζει στο δικό του ονειρικό κόσμο, ο υπεράνθρωπος που δίνει εσωτερική μάχη για να καταπολεμήσει το σατανικό alter ego του. Περισσότερα από ένα από αυτά τα προσωπεία συναντιόνται πολλές φορές και στον ίδιο χαρακτήρα διαμορφώνοντας έτσι έναν πολυσύνθετο χαρακτήρα. Συνήθως, το εκκεντρικό παιδί που δεν έχει μεγαλώσει έρχεται αντιμέτωπο με το πλήθος, το «λογικό» αλλά «σκληρό» κοινωνικό περίγυρο που δε μπορεί να αποδεχτεί τη διαφορετικότητα και πολύ συχνά καταλήγει να καταδιώκεται από αυτόν. Οι μπαρτονικοί ήρωες αρνούνται να δεχτούν την επίσημη εκδοχή της πραγματικότητας και μέσα από μαγικά κιάλια βλέπουν πράγματα που ο συνηθισμένος κόσμος δε μπορεί να δει. Θεωρούν ότι η  ένταξή τους στην πραγματικότητα είναι κάτι το πολύ τρομακτικό.

Με την πάροδο των ετών, ο Μπάρτον διαμόρφωσε ένα δικό του προσωπικό στυλ που από πολλούς μπορεί να περιγραφεί ως «σπουδαίο αποτέλεσμα με τη χρήση πολύ απλών μέσων» κάτι που τον έχει καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή στα άτομα όλων των ηλικιών.  Σε πολλές από τις ταινίες του διηγείται μία αρκετά απλή ιστορία που όμως, χάρη στις όμορφες εικόνες που χρησιμοποιεί που είναι πολύ πιο εύγλωττες από τις λέξεις, είναι άμεσα προσβάσιμη για τον κάθε θεατή. Είναι πολύ σαφής αλλά τα μηνύματα στην κάθε ταινία είναι συναισθηματικά πολύ βαθιά. Δε χρησιμοποιεί τίποτα το περίπλοκο για να απεικονίσει την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα του ενήλικου κόσμου όπως πχ. περίτεχνο μοντάζ, μακρόσυρτες «φιλοσοφικές» λήψεις ή ασυμφωνίες μεταξύ ήχου και εικόνας. Αντίθετα, υπάρχει η απόλυτη συσχέτιση μεταξύ εικόνας και μουσικής (μόνιμος συνεργάτης του τα τελευταία 20 χρόνια είναι ο Ντάνυ Έλφμαν που έχει γράψει τη μουσική για σχεδόν όλες τις ταινίες που έχει γυρίσει οΜπάρτον) και τα σχήματα λόγου είναι διάχυτα από την αρχή ως το τέλος παράγοντας συμβολισμούς που διευκολύνουν την πλοκή. Τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα χρώματα, ο φωτισμός, η διακόσμηση, το μακιγιάζ είναι το καθένα από αυτά βασικό συστατικό της ιστορίας που διηγείται και κάνουν τη δουλειά του περισσότερο ατμοσφαιρική. Τα σύμβολά του δεν καλύπτονται από το πέπλο του ρεαλισμού, αντίθετα μπορούν να ερμηνευθούν ποικιλοτρόπως.

 Το στυλ του Μπάρτον είναι πολύ κοντά στην αισθητική του Γερμανικού εξπρεσιονισμού (παραλλαγή της πραγματικότητας, χρήση σκούρων χρωμάτων, έμφαση στη μεταφορά και τα σύμβολα) ενώ οι κανόνες της αφήγησης (δεν υπάρχει γραμμικότητα ούτε κάποια μορφή δομής) θυσιάζονται προκειμένου να δώσουν χώρο στην οπτική πανδαισία. Επιπλέον, χρησιμοποιεί πολλά αρχετυπικά σχήματα όπως ο θάνατος του πατέρα-δημιουργού, η διαμάχη μεταξύ γιου και πατέρα, ο μύθος του ήρωα και σαγηνευτικές γυναικείες μορφές που αν και ποτέ δεν είναι πρωταγωνίστριες (με εξαίρεση την Έμιλυ στη Νεκρή Νύφη και την Αλίκη στην ομώνυμη ταινία) ωστόσο αποτελούν ρόλο-κλειδί πχ. η Κατγούμαν στο Batman, η μάγισσα στο Big fish, η Κόκκινη Βασίλισσα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.

Για τον Μπάρτον, η τελειότητα των κινηματογραφικών τεχνικών δεν είναι τόσο σημαντική όσο η αρχική παρόρμηση για να δημιουργήσει, για να εκφράσει ένα συναίσθημα και για να δώσει στους θεατές χώρο και χρόνο ώστε να έρθουν σε επαφή με τους ήρωες με δικούς τους όρους και με τους δικούς τους ρυθμούς και να ερμηνεύσει ο καθένας όπως επιθυμεί τo μαγικό συμβολισμό των εικόνων.

Πηγές: 
1. Bassil-Morozow, H. (2010) Tim Burton: The Monster and the Crowd, Routledge: Taylor and Francis Group
2. www.imdb.com/name/nm0000318/bio
                

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ΙΣΩΣ, ΑΥΡΙΟ (HÆVNEN / IN A BETTER WORLD) Δανία, 2010

theatrical release poster


   
   Σύνοψη: Η ταινία διαδραματίζεται σε δύο διαφορετικά μέρη, ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Αφρική όπου παρακολουθούμε  έναν γιατρό του Δυτικού κόσμου να προσφέρει εκεί τη βοήθειά του καθώς και σε μία επαρχιακή πόλη της Δανίας, όπου κυριαρχεί η ησυχία και η ρουτίνα της καθημερινότητας. Οι ζωές δύο οικογενειών θα διασταυρωθούν αναπάντεχα και μία ριψοκίνδυνη φιλία ανάμεσα σε δύο αγόρια θα γεννηθεί. Μία φιλία που, με τη θλίψη, την οδύνη και την οργή να παραμονεύουν, θα φτάσει στα άκρα και θα δοκιμάσει τα όρια όλων θέτοντας παράλληλα τη ζωή τους σε κίνδυνο.

   


 Παίζουν: Mikael Persbrandt, Trine Dyrholm, Ulrich Tomsen, Markus Rygaard 
 Σκηνοθεσία: Susanne Bier

   Η φιλία που γεννιέται ανάμεσα στα δύο αυτά αγόρια "μυρίζει'' από μακριά τραγωδία η οποία δεν αργεί και να έρθει. Ο Elias είναι  ένα δωδεκάχρονο αγόρι που λόγω της εμφάνισής του και του δειλού του χαρακτήρα πέφτει συχνά θύμα από τους νταήδες του σχολείου. Ο πατέρας του, Αnton, γιατρός σε καταυλισμό προσφύγων στη Βόρεια Αφρική, βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγο και μητέρα του Elias και προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής. Ο Christian, ένα παιδί που πρόσφατα έχασε τη μητέρα του από καρκίνο, νιώθει μεγάλο μίσος και οργή για το γεγονός αυτό , συναισθήμτα που ελλοχεύουν σε κάθε στιγμή της ταινίας και καθορίζουν τις μετέπειτα πράξεις του. Όταν με τον πατέρα του μετακομίζουν από το Λονδίνο όπου ζούσαν στη Δανία, γνωρίζει τον Elias, γίνονται φίλοι και τον παρασύρει μαζί του στην καταστροφή.
   
   Κατά βάση πρόκειται για μια ταινία γύρω από τη βία και όλες τις μορφές που αυτή μπορεί να πάρει. Από τις φρικαλεότητες στον καταυλισμό των προσφύγων στην Αφρική όπου βρίσκεται και προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες ο Anton, πολέμιος της βίας μέχρι και το bullying μεταξύ των παιδιών ενός σχολείου. Μάχη της επιβίωσης λοιπόν με νικητή να αναδεικνύεται αυτός που είναι ισχυρότερος. Τουλάχιστον, αυτό πιστεύει ο Christian ο οποίος χρησιμοποιεί τη σωματική βία και το ''οφθαλμός αντί οφθαλμού'' σαν έναν τρόπο υπερίσχυσης επί του άλλου.

   Λιτό και χαμηλών τόνων δράμα, λοιπόν,  χωρίς έντονες συναισθηματικές εξάρσεις αλλά υποβλητικό και καθηλωτικό από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό με την κορύφωση να έρχεται σιγά σιγά. Με ένα δυνατό σενάριο που θίγει ζητήματα που άλλες ταινίες δεν τολμάνε καν να αγγίξουν, καταπληκτικές ερμηνείες, υπέροχη φωτογραφία και μαγευτικά πλάνα, η ταινία αποτελεί μία από τις καλύτερες επιλογές της χρονιάς. Στα συν, φυσικά, εκτός των άλλων, και η  σκηνοθεσία της Susanne Bier η οποία προ τεραετίας υπήρξε  υποψήφια στη χρυσή πεντάδα για το  ξενόγλωσσο Όσκαρ με την ταινία της Μετά Το Γάμο.  Φέτος, η ίδια δικαιώθηκε καθώς το In  A Better World τιμήθηκε (δικαίως κατ'εμέ) με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και με το αντίστοιχο Όσκαρ στην 83η  τελετή απονομής των βραβείων.
   

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Like a fever inside of me









   Αυτό ακριβώς το συναίσθημα που περιγράφει ο τίτλος και που αποτελεί και τον εναρκτήριο στίχο του ''Enchantment'' είχα τόσους μήνες περιμένοντας με ανυπομονησία να έρθει επιτέλους η πολυπόθητη μέρα που οι Paradise Lost θα εμφανίζονταν στην Ελλάδα παίζοντας ζωντανά για πρώτη φορά ολόκληρο τον (κορυφαίο των κορυφαίων) δίσκο τους ''Draconian Times'' του 1995. Η μίνι, επετειακού χαρακτήρα, περιοδεία του συγκροτήματος συμπεριλάμβανε 7 σταθμούς , οι 3 από τους οποίους ήταν η Ελλάδα και είχε προηγηθεί ήδη το πρώτο τους live στην Αθήνα την προηγουμένη, Παρασκευή 18 Μαρτίου. Xωρίς να έχω ακούσει τίποτα για το τι ή το πώς έπαιξαν την προηγούμενη μέρα πήγα-απαλλαγμένη από προκαταλήψεις και διάφορες ''σειρήνες'' που αντηχούσαν στα αυτιά μου- με μεγάλο ενθουσιασμό και τρελή αδημονία στο συναυλιακό χώρο παρόλο που τους έχω ξαναδεί live και στο παρελθόν. Σάββατο,19 Μαρτίου λοιπόν και ο κόσμος έχει μαζευτεί έξω από το Fuzz κρατώντας στο χέρι το πολυπόθητο εισιτήριο που θα τους εξασφάλιζε την είσοδο στο χώρο. Οι πόρτες ανοίγουν και τρέχω όσο το δυνατόν πιο μπροστά. Support group είναι οι Sorrowful Angels, τους οποίους επίσης είχα ξαναδεί στο παρελθόν. Ο κόσμος ήταν ήδη πολύς κι έτσι το συγκρότημα έπαιξε μπροστά σε πολυπληθές κοινό που ανταποκρινόταν αρκετά καθότι οι Sorrowful Angels είναι αρκετά γνωστοί στην εγχώρια metal σκηνή. Η μπάντα ήταν αρκετά δεμένη με καλή σκηνική παρουσία και ερμήνευσε τραγούδια τόσο από τον παλιότερο όσο και από τον καινούριο της δίσκο. 
   
   Και τώρα προσοχή!!!Όποιος θα ήθελε να διαβάσει μία αντικειμενική κριτική της συναυλίας απαλλαγμένη από  φανατική υστερία και συναισθηματική φόρτιση καλύτερα να μην συνεχίσει την ανάγνωση περαιτέρω. Λοιπόν...το sound check από τους τεχνικούς έχει τελειώσει, στο Fuzz δεν πέφτει καρφίτσα και από στιγμή σε στιγμή αναμένονται στην σκηνή οι Βρετανοί θεοί του ατμοσφαιρικού metal. Είναι 21.50 και ναι...τα φώτα κλείνουν και στη σκηνή βγαίνει ο session κιμπορντίστας της μπάντας και αντηχούν οι πρώτες νότες του Enchantment...κόλαση...ένα ένα τα μέλη της μπάντας παίρνουν σιγά σιγά τη γνωστή τους θέση πάνω στη σκηνή, ενώ το πλήθος παραληρεί και ουρλιάζει ακόμα περισσότερο από πριν όταν εμφανίζεται το δίδυμο που μας έχει χαρίσει τα τελευταία 20 χρόνια τώρα μερικές από τις καλύτερες συνθέσεις ever, ο Craig Mackintosh με την κιθάρα του και στα δεξιά του και στο κέντρο της σκηνής ο Nick Holmes στο μικρόφωνο που αρχίζει ''Oh like a fever, fever inside of me....''.H φωνή του μόλις που ξεπερνά σε ένταση εκείνη του κοινού που όλοι μαζί τραγουδάμε με όλη μας τη δύναμη όλους τους στίχους από την αρχή ως το τέλος. Ο δίσκος παίζεται με τη σειρά ανέπαφος ακριβώς όπως κυκλοφόρησε τότε, χωρίς περιττά σόλα και γεμίσματα για να ''μεγαλώσει''. 

   Η συνέχεια γνωστή λίγο πολύ: Πανικός του πανικού στο Once Solemn, δέος στο Forever Failure, τρέλα στο Shadowkings και στο Τhe Last Time και παγκόσμια πρώτη για το Jaded, το τελευταίο τραγούδι του δίσκου που είναι η πρώτη φορά ever που το έπαιξαν ζωντανά. Με το κοινό να παραληρεί και έναν Nick Holmes (με κοντότερο μαλλί και μεγαλύτερα μούσια, πλην όμως εξαιρετικά γοητευτικό) επικοινωνιακότατο και ορεξάτο, με φωνή σε άψογη φόρμα να προλογίζει σχεδόν το κάθε τραγούδι και να δείχνει ότι το απολαμβάνει πραγματικά. Όλη η μπάντα είναι τεχνικά άψογη, ο ήχος κλασικά βέβαια στις περισσότερες συναυλίες στην Ελλάδα έχει τα προβληματάκια του αλλά αυτό δε μας πτοεί. Όταν το Draconian Times τελειώνει όλοι περιμένουμε με ανυπομονησία τα υπόλοιπα τραγούδια που θα ερμηνεύσουν προκειμένου να συμπληρώσουν το set τους. Η επιλογή αρκετά πρωτότυπη και αναπάντεχη θα έλεγα. Συνέχεια λοιπόν, με Faith Divides,Death Unites Us, Mystify(?!?!?!), The Enemy,  Say Just Words, Ember's Fire και One Second. Και μπορεί οι κακές γλώσσες να λένε οτι έπαιξαν λίγο- περίπου 90 λεπτά-που τόσο παίζουν πάντα δηλαδή και ότι από το υπόλοιπο setlist έλειπαν κάποια epic/classic κομμάτια τους ωστόσο πιστεύω ότι έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, ήταν τέλειοι και αποθεώθηκαν όπως τους άρμοζε. 
   
   Προσωπικά, πιστεύω ότι όσες φορές και αν τους δω και ό,τι κομμάτια και αν παίζουν πάντα θα με συναρπάζουν, θα με ξετρελαίνουν και θα με κάνουν να χτυπιέμαι και να πωρώνομαι...Απλά μοναδικοί...Εγώ προειδοποίησα ότι όποιος ήθελε να διαβάσει κάτι αντικειμενικό να μη συνέχιζε την ανάγνωση...μετά την απομάκρυνση από το ταμείο , ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Το βιβλίο "απάτη" που έγινε bestseller

(πηγή εικόνας: www.amazon.co.uk)

   Απίστευτο κι όμως αληθινό!!! Το βιβλίο με τον τίτλο ''Τι σκέφτονται οι άντρες εκτός από το σεξ'' του 39χρονου Βρετανού καθηγητή, συγγραφέα και επιχειρηματία Sheridan Simove ξεπέρασε σε online πωλήσεις στο Amazon τον Κώδικα Ντα Βιντσι και τα βιβλία του Χάρι Πότερ.Και αυτό ίσως να μη φαινόταν τόσο περίεργο αν οι συνολικά 200 σελίδες του βιβλίου δεν ήταν λευκές. Ο συγγραφέας, απόφοιτος ψυχολογίας του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ισχυρίζεται πως μετά από 39 χρόνια έρευνας και σκληρής δουλειάς ανακάλυψε τι είναι αυτό που σκέφτονται οι άντρες εκτός από το σεξ και αυτό είναι το απόλυτο τίποτα. Ξεφυλίζοντας τις 200 κατάλευκες σελίδες του βιβλίου κανείς μπορεί να καταλάβει την απάντηση. Το βιβλίο κυκλοφόρησε ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου και κοστίζει μόλις 4,69 στερλίνες. Η μεγάλη προώθηση ξεκίνησε από φοιτητές του πανεπιστημίου του Νότινγκχαμ που διέδωσαν το βιβλίο από στόμα σε στόμα και τώρα έχει προκληθεί φρενίτιδα στο πανεπιστήμιο αφού κάθε φοιτητής έχει και από ένα αντίτυπο χρησιμοποιώντας το ως σημειωματάριο.
  
   Πρωτοτυπία και ευρηματικότητα ή απάτη προκειμένου να βάλει κανείς εύκολα και ανώδυνα χρήματα στην τσέπη του εκμεταλλευόμενος την αφέλεια του αγοραστικού κοινού; Ο,τι από τα δύο κι αν πιστεύει κανείς, η χαμηλή τιμή του βιβλίου σε συνδυασμό με τον αβανταδόρικο τίτλο του δε μπορούν παρά να εξάπτουν την περιέργεια του κοινού.
  
   Εν τω μεταξύ ο 39χρονος συγγραφέας προσανατολίζεται ήδη στο ποιο θα είναι το επόμενό του bestseller. O τίτλος; ''Τι σκέφτονται οι γυναίκες εκτός από το σεξ''. Εκεί όχι δε μόνο δεν θα υπάρχει ούτε μία σελίδα κενή αλλά μάλλον θα χρειαστούν πολύ περισσότερες από 200 σελίδες για να αναλυθούν τα πράγματα. Νομίζω πάντως ότι η πραγματική επανάσταση θα γινόταν εάν εγραφε ένα βιβλίο σχετικά με το τι σκέφτονται οι γυναίκες κατά τη διάρκεια του σεξ.....ουπς!!!!!