Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Η δημοκρατία και η κρίση της ευρωζώνης, #1

Petros Giannakouris/AP  pixtale.net

Μόνο η πολιτική ενοποίηση του πυρήνα της Ευρώπης μπορεί να προσφέρει την ελπίδα πως θα μπορέσει να αντιστραφεί η -ήδη πολύ προχωρημένη- διαδικασία του μετασχηματισμού μιας δημοκρατίας που οικοδομήθηκε πάνω στο ιδεώδες του κοινωνικού κράτους σε μια δήθεν δημοκρατία στην οποία θα κυριαρχούν τα ιδεώδη της αγοράς.

[...]
 
 Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, μια κρίση που πυροδοτήθηκε από τον πιο προωθημένο του τομέα, εκείνο των τραπεζών, δεν μπορούσε να επιλυθεί παρά μόνο με τις κυβερνήσεις να βάλουν τους πολίτες τους, με την ιδιότητα του φορολογουμένου, να καλύψουν τις απώλειες. Στο σημείο αυτό, διερράγη ένα φράγμα, που διαχώριζε τις συστημικές διαδικασίες από εκείνες της καθημερινότητας. Οι πολίτες δικαίως αγανάκτησαν.

Το πλατιά διαδεδομένο αίσθημα της αδικίας προέρχεται από το γεγονός πως ο λαός εκτιμά πως μια απρόσωπη διαδικασία -«οι αγορές»- ανέλαβε μια ευθέως πολιτική διάσταση. Αυτό το αίσθημα συνοδεύεται από εκείνο της οργής, καταπιεσμένης ή μη, ή της αδυναμίας. Για να αντιμετωπισθούν αυτές οι τάσεις, χρειαζόμαστε νέες πολιτικές ενδυνάμωσης των πολιτών.

[...]

Ο λαός της Ευρώπης χρειάζεται να ξέρει πως ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει το κοινωνικό του μοντέλο και την πολιτιστική του ποικιλομορφία είναι να ενωθεί και να συνεργαστεί. Χρειάζεται να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα αν θέλει να επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα διεθνή πολιτικά πράγματα και να συνεισφέρει σε λύσεις στα παγκόσμια προβλήματα. Εγκατάλειψη της ευρωπαϊκής ενοποίησης σήμερα, σημαίνει δια παντός αποχώρηση από την παγκόσμια σκηνή.

Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα άρθρου των, και Julian Nida-Rümelin, το οποίο δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της εφημερίδας Η Αυγή σε μετάφραση της Κάκης Μπαλή στις 19.08.2012. Για το πρωτότυπο κείμενο στα γερμανικά και την αγγλική του μετάφραση, δείτε αντίστοιχα τους ιστοτόπους των εφημερίδων Frankfurter Allgemeine Zeitung και The Guardian. 
 

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας: αποτελέσματα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2012

Mark Rothko   Black, Red and Black   1968 

To Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, στο οποίο συμμετέχουν η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και 23 μη κυβερνητικές οργανώσεις και φορείς, ανακοίνωσε χθες τα αποτελέσματα της καταγραφής επιθέσεων για την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2012, εκφράζοντας έντονη ανησυχία για τις ρατσιστικές επιθέσεις κατά προσφύγων και μεταναστών. Όπως υποστηρίζει το Δίκτυο, τα 87 περιστατικά που καταγράφηκαν σε περιοχές της Αθήνας, του Πειραιά και της Πάτρας, αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου, δεδομένης της γεωγραφικά περιορισμένης εμβέλειας των οργανώσεων και του φόβου των θυμάτων να τα καταγγείλουν.

Η ανακοίνωση του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας δομείται πάνω σε τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ρατσιστικής βίας: η πλειοψηφία των επιθέσεων γίνεται από οργανωμένες ομάδες, με τους δράστες να είναι ντυμένοι με μαύρα ρούχα, στρατιωτικά παντελόνια, και να έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Πολύ συνηθισμένη πρακτική είναι η «περιπολία» από μαυροφορεμένους μοτοσικλετιστές που επιτίθενται σε μετανάστες στο δρόμο, σε πλατείες ή σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς. Οι επιθέσεις συνοδεύονται από λεκτικές ύβρεις και απειλές κατά των αλλοδαπών. Σε κάποιες περιπτώσεις θύματα ή μάρτυρες αναφέρουν ότι αναγνώρισαν μεταξύ των δραστών άτομα που συνδέονται με τη Χρυσή Αυγή.

Τα στοιχεία αναδεικνύουν την αυξημένη βιαιότητα των επιθέσεων, και σε πολλά περιστατικά αναφέρεται η χρήση όπλων: ρόπαλα, σιδηρολοστοί, πτυσσόμενα γκλομπ, αλυσίδες, σιδηρογροθιές, μαχαίρια και σπασμένα μπουκάλια. Έχει  επίσης καταγραφεί η χρήση μεγαλόσωμων σκύλων σε ομάδα που δρα στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα και της πλατείας Αττικής. Παράλληλα παρατηρείται μεγαλύτερη ανοχή ή φόβος από μάρτυρες που ενώ είναι παρόντες κατά τη διάρκεια επιθέσεων δεν παρεμβαίνουν να βοηθήσουν τα θύματα. Ως ειδική κατηγορία παρουσιάζονται τα 15 περιστατικά όπου η ρατσιστική βία ασκείται από αστυνομικούς εν ώρα υπηρεσίας

Ο δεύτερος άξονας είναι η αδράνεια των ελληνικών αρχών: παρά τις καταγγελίες του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, και τις επανειλειμμένες εκκλήσεις διεθνών και ελληνικών οργανώσεων, δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αντιμετώπιση των ρατσιστικών επιθέσεων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα κανένας από τους δράστες βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων δεν έχει καταδικαστεί .
 
Όπως υποστηρίζει το Δίκτυο, "[τ]ο κυριότερο πρόβλημα εστιάζεται στην αδυναμία ή απροθυμία των διωκτικών αρχών να καταγράψουν τα περιστατικά ρατσιστικής βίας και να προβούν σε επαρκή έρευνα και συλλήψεις, ή ενίοτε ακόμα και στην αποθάρρυνση των θυμάτων ρατσιστικής βίας που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων παραμονής να καταγγείλουν περιστατικά βίας στις αστυνομικές αρχές".  

Ο τρίτος άξονας είναι μια σειρά προτάσεων προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και το Υπουργείο Δικαιοσύνης με σκοπό την αποτελεσματική καταπολέμηση των εγκλημάτων μίσους, της βίας εξτρεμιστικών ομάδων, και της αστυνομικής βίας με ρατσιστικό κίνητρο. Παρακάτω παραθέτω το πλήρες κείμενο του Δικτύου, ενώ για την καταγραφή περιστατικών ρατσιστικής βίας την προηγούμενη περίοδο δείτε εδώ.

Αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση ότι οι βίαιες επιθέσεις με ρατσιστικό κίνητρο στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί δραματικά το τελευταίο διάστημα. Σχετικά δημοσιεύματα στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης μαρτυρούν ότι οι ρατσιστικές επιθέσεις αποτελούν πλέον σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Σύμφωνα με αναφορές των μεταναστευτικών και προσφυγικών οργανώσεων, ακόμα και αυτά τα περιστατικά ρατσιστικής βίας που βρίσκουν το φως της δημοσιότητας δεν αντανακλούν την πραγματική έκταση του φαινομένου στη χώρα.

Τo Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, που εκτός από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, περιλαμβάνει  σήμερα 23 μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους φορείς*, παρακολουθεί την αυξητική πορεία των ρατσιστικών επιθέσεων και μέσω της καταγραφής των περιστατικών βάσει της οικειοθελούς μαρτυρίας του θύματος, διερευνά και αναδεικνύει τις ποσοτικές και ποιοτικές τάσεις της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα.

Κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2012 το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας κατέγραψε, μέσω συνεντεύξεων με τα θύματα, 87 περιστατικά ρατσιστικής βίας εναντίον προσφύγων και μεταναστών, εκ των οποίων τα 83 έγιναν σε δημόσιους χώρους (πλατείες, δρόμους, μέσα μαζικής μεταφοράς). Η πλειοψηφία των περιστατικών αφορά σωματικές επιθέσεις κατά αλλοδαπών ενώ οι τύποι των εγκληματικών πράξεων είναι κυρίως βαριά σωματική βλάβη (σε 50 περιστατικά) και απλή σωματική βλάβη (30 περιστατικά). Καταγράφηκαν επίσης 2 περιπτώσεις φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και εμπρησμών εναντίον επιχειρήσεων ή κατοικιών αλλοδαπών, όπως η περίπτωση εμπρησμού ενός κομμωτηρίου Πακιστανού υπηκόου στη Μεταμόρφωση καθώς και η επίθεση με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς σε συγκεκριμένο οίκημα που διαμένουν Σύριοι πρόσφυγες στην περιοχή του Νέου Κόσμου.

73 περιστατικά έλαβαν χώρα στην Αθήνα και συγκεκριμένα σε περιοχές του κέντρου όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, η Αττική, η πλατεία Αμερικής και άλλες περιοχές γύρω από την Ομόνοια, ενώ καταγράφηκαν 5 περιστατικά στην Πάτρα και 3 στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά.

Τα θύματα τα οποία ήρθαν σε επαφή με τα μέλη του Δικτύου στα πλαίσια της καταγραφής ήταν 85 άντρες και 2 γυναίκες, στην πλειοψηφία τους από 18 έως 35 χρονών, κυρίως από το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές, τη Γουινέα, το Πακιστάν και τη Σομαλία. Όσον αφορά στο νομικό καθεστώς των θυμάτων, 29 ήταν αιτούντες άσυλο, 2 αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, 7 με άδεια παραμονής, ενώ 43 ήταν χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή υπό καθεστώς απέλασης (σε 6 περιπτώσεις το καθεστώς του θύματος είναι άγνωστο).

Σε 84 εκ των 87 περιστατικών τα θύματα αναφέρουν ως λόγο της επίθεσης το γεγονός ότι ήταν αλλοδαποί και ότι στοχοποιήθηκαν είτε λόγω του χρώματός τους, είτε λόγω κάποιου άλλου χαρακτηριστικού που αποκάλυπτε την αλλοδαπότητά τους (στις περιπτώσεις επίθεσης κατά γυναικών, και τα δύο θύματα πιστεύουν ότι στοχοποιήθηκαν επειδή φορούσαν μαντίλα).  Στην πλειοψηφία των περιστατικών ο λόγος επίθεσης έγινε αντιληπτός από τα θύματα καθώς οι επιθέσεις συνοδεύονταν από λεκτικές ύβρεις και απειλές κατά των αλλοδαπών.

Όσον αφορά στους δράστες, πάντα σύμφωνα με τις μαρτυρίες των θυμάτων, σε 48 περιστατικά τα θύματα των επιθέσεων πιστεύουν ότι οι δράστες συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες. Πολλές φορές τα θύματα περιγράφουν τους δράστες να κινούνται οργανωμένα σε ομάδες (σε 85 εκ των 87 περιστατικών εμπλέκονται περισσότεροι του ενός δράστες), ντυμένοι με μαύρα ρούχα και ενίοτε με στρατιωτικά παντελόνια, φορώντας κράνη ή έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπά τους, ενώ έχει καταγραφεί η συμμετοχή ανηλίκων σε σχετικές επιθέσεις. Οι περισσότερες επιθέσεις γίνονται μετά τη δύση του ηλίου. Αναφέρεται ως πολύ συνηθισμένη πρακτική η «περιπολία» από μαυροφορεμένους μοτοσικλετιστές, ως αυτόκλητες ομάδες πολιτοφυλακής, οι οποίοι επιτίθενται σε πρόσφυγες και μετανάστες στο δρόμο, σε πλατείες ή σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς.  Μέλη των ομάδων σταματούν και ρωτούν τους αλλοδαπούς την προέλευσή τους και στη συνέχεια επιτίθενται. Τα θύματα μιλούν για περιοχές στην Αθήνα που αποτελούν πραγματικό άβατο λόγω του φόβου των επιθέσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα θύματα των επιθέσεων ή οι μάρτυρες ανέφεραν ότι ανάμεσα στους δράστες των επιθέσεων αναγνώρισαν άτομα που συνδέονται με τη Χρυσή Αυγή, είτε επειδή φόραγαν διακριτικά της οργάνωσης, είτε επειδή τα πρόσωπά τους συνδέονται με δημόσιες εκδηλώσεις της οργάνωσης στην περιοχή.

Ποιοτικά στοιχεία σχετικά με τη φύση των επιθέσεων που προκύπτουν από την καταγραφή των περιστατικών αναδεικνύουν την βιαιότητα των επιθέσεων που παρουσιάζεται αυξημένη, ενώ παράλληλα παρατηρείται μεγαλύτερη ανοχή ή φόβος από μάρτυρες που ενώ βρίσκονται παρόντες κατά τη διάρκεια επιθέσεων δεν παρεμβαίνουν να βοηθήσουν τα θύματα.  Σε πολλά περιστατικά τα θύματα αναφέρουν τη χρήση όπλων κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, όπως ρόπαλα, σιδηρολοστοί, πτυσσόμενα γκλομπ, αλυσίδες, σιδηρογροθιές, μαχαίρια και σπασμένα μπουκάλια, ενώ έχει καταγραφεί η πανομοιότυπη χρήση μεγαλόσωμων σκύλων σε ομάδα που δρα στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα και της πλατείας Αττικής.  Τα θύματα υποφέρουν από πολλαπλά τραύματα όπως κατάγματα, θλάσεις, κακώσεις, εκδορές, περιορισμό όρασης κ.α. Σημειώνεται ότι τον Αύγουστο 2012 έλαβε χώρα δολοφονική επίθεση κατά ενός Ιρακινού με πιθανολογούμενο ρατσιστικό κίνητρο.

Ειδική κατηγορία αποτελούν τα 15 περιστατικά όπου συνδέεται η αστυνομική με τη ρατσιστική βία. Πρόκειται για περιστατικά στα οποία  ένστολοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και σε επιχειρήσεις ρουτίνας, καταφεύγουν σε έκνομες ενέργειες και πρακτικές άσκησης βίας. Καταγράφηκαν επίσης περιπτώσεις προσαγωγών στα αστυνομικά τμήματα, κράτησης και κακομεταχείρισης για ορισμένο χρονικό διάστημα κάποιων ωρών, καθώς και η καταστροφή νομιμοποιητικών εγγράφων.

Όσον αφορά την επίσημη καταγγελία στις αρμόδιες αρχές της χώρας και την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, μόνο 11 θύματα ανέφεραν ότι έχουν προβεί σε σχετικές ενέργειες ενώ 14 θα το επιθυμούσαν. Οι υπόλοιποι δεν θα ήθελαν να προβούν σε καμία περαιτέρω ενέργεια είτε επειδή δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα και κατά συνέπεια θα κρατηθούν προς έκδοση απόφασης απέλασης, είτε επειδή δεν πιστεύουν ότι θα βρουν δικαιοσύνη. Οι στερούμενοι νομιμοποιητικών εγγράφων, ακόμα και στις περιπτώσεις στις οποίες επιθυμούν να καταγγείλουν τα περιστατικά, τίθενται αυτόματα με την έλευσή τους στην αστυνομική αρχή υπό κράτηση προς έκδοση απόφασης απέλασης, με συνέπεια να αποτρέπονται να καταγγείλουν οποιοδήποτε σε βάρος τους περιστατικό ρατσιστικής βίας. Στην πράξη, αντί οι αστυνομικές αρχές να τους αντιμετωπίσουν ως πιθανά θύματα εγκληματικής πράξης,  επιδεικνύουν προτεραιότητα στον έλεγχο της νόμιμης διαμονής του θύματος και απέχουν από την υποχρεώσή τους να διερευνήσουν το ίδιο το συμβάν που τους καταγγέλλεται. Δευτερευόντως και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας σε βάρος του δράστη ο στερούμενος νομιμοποιητικών εγγράφων και πάλι αποθαρρύνεται να συμμετέχει στη διαδικασία, καθώς και πάλι απειλείται με σύλληψη και κράτηση προς το σκοπό της απέλασης. Σε 22 περιπτώσεις θύματα ρατσιστικών επιθέσεων ανέφεραν ότι επιχείρησαν να καταγγείλουν τα περιστατικά στην αστυνομία αλλά αντιμετώπισαν την απροθυμία ή αποθάρρυνση και σε ορισμένες περιπτώσεις την άρνηση στην πράξη των αστυνομικών αρχών να ανταποκριθούν.

Συμπεράσματα:

Το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας διαπίστωσε ήδη από την πρώτη πιλοτική καταγραφή των επιθέσεων ότι τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά ανησυχητικά και η ανησυχία αυξάνεται από το γεγονός ότι τα περιστατικά που καταγράφονται από τα μέλη του Δικτύου δεν αποτελούν παρά μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Η γεωγραφικά περιορισμένη εμβέλεια των οργανώσεων που συμμετέχουν στο Δίκτυο, ο διαδεδομένος φόβος ανάμεσα στα θύματα που συχνά τα εμποδίζει να προσεγγίσουν ακόμα και τις οργανώσεις που παρέχουν στήριξη για να καταγγείλουν έστω και ανώνυμα τα περιστατικά σε αυτές, αλλά και η αδυναμία των οργανώσεων να παρέχουν αποτελεσματική προστασία στα θύματα, αποτελούν σοβαρές ενδείξεις ότι ο αριθμός των περιστατικών ρατσιστικής βίας που καταγράφεται από το Δίκτυο είναι πολύ μικρότερος του πραγματικού. Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται από τη συχνή δημοσιοποίηση περιστατικών σε άλλες περιοχές  από αυτές όπου δραστηριοποιούνται οι συμμετέχοντες φορείς φανερώνοντας ότι η ρατσιστική βία εξαπλώνεται.

Ιδιαίτερη ανησυχία και προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι παρά τις σχετικές καταγγελίες από το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας αλλά και άλλους εθνικούς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς που έχουν επανειλημμένα καλέσει την Ελληνική πολιτεία να λάβει άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση των ρατσιστικών επιθέσεων, δεν έχει υπάρξει η ανάλογη ανταπόκριση. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας από τους δράστες βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων δεν έχει καταδικαστεί από τη δικαιοσύνη μέχρι σήμερα.   Ήδη από τα πλέον επίσημα χείλη του αρμόδιου Υπουργού Δικαιοσύνης διατυπώνεται η παραδοχή ότι είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που έχουν ασκηθεί διώξεις για περιστατικά ρατσιστικής βίας, ενώ διαπιστώνεται μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στα στοιχεία που παρέχουν οι επίσημες αρχές περί τέλεσης εγκλημάτων ρατσιστικής βίας και τα στοιχεία που προέρχονται από άλλες πηγές.

Το κυριότερο πρόβλημα εστιάζεται στην αδυναμία ή απροθυμία των διωκτικών αρχών να καταγράψουν τα περιστατικά ρατσιστικής βίας και να προβούν σε επαρκή έρευνα και συλλήψεις, ή ενίοτε ακόμα και στην αποθάρρυνση των θυμάτων ρατσιστικής βίας που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων παραμονής να καταγγείλουν περιστατικά βίας στις αστυνομικές αρχές.  Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της ρατσιστικής βίας προϋποθέτει όμως τη δυνατότητα των ίδιων των θυμάτων να απευθύνονται στις αστυνομικές αρχές και να καταγγέλλουν τις σε βάρος τους πράξεις χωρίς φόβο να βρεθούν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση, ικανή να τους αποτρέψει από την καταγγελία των σε βάρος τους εγκλημάτων. Το δημόσιο συμφέρον δίωξης και αντιμετώπισης εγκλημάτων βίας πρέπει να υπερισχύει του δημόσιου συμφέροντος ελέγχου της παράνομης διαμονής αλλοδαπών στη χώρα.

Προτάσεις:

Το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας απευθύνει τις ακόλουθες προτάσεις προς την ελληνική πολιτεία για την καταπολέμηση των εγκλημάτων μίσους, δηλαδή την εγκληματική πράξη σε βάρος ατόμου λόγω εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης, χρώματος, θρησκείας, αναπηρίας,  σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.

 Προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη

 Α. Διαχείριση του εγκλήματος μίσους 

 1. Υιοθέτηση ειδικού επιχειρησιακού σχεδίου πρόληψης και αντιμετώπισης των ρατσιστικών επιθέσεων, σε συνεργασία με εξειδικευμένους διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς.
2.
Καταδίκη των ρατσιστικών επιθέσεων από την πολιτική ηγεσία και την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. και ρητή αποτροπή των αστυνομικών από βίαιες πρακτικές με ρατσιστικό κίνητρο.
3.
Δημιουργία ειδικού σώματος στην ΕΛ.ΑΣ. για την καταπολέμηση των εγκλημάτων μίσους, στο πρότυπο της ομάδας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, και παράλληλα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων από κάθε αστυνομικό τμήμα. Ενδεχομένως το εν λόγω ειδικό σώμα να λειτουργήσει αρχικά με πιλοτικό χαρακτήρα σε επιβαρημένες περιοχές.
4.
Ανάθεση σε ένα συγκεκριμένο αστυνομικό σε κάθε τμήμα της συνεργασίας με το ειδικό σώμα αστυνομικών και με το Υπουργείο  Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη κατόπιν σχετικής ενημέρωσης και εκπαίδευσης.
5.
Διασφάλιση της εφαρμογής της  με αριθμό 7100/4/3 από 24.5.2006 εγκυκλίου σχετικά με την υποχρέωση διερεύνησης ρατσιστικού κινήτρου, συλλογής σχετικών στοιχείων, καταγραφής ή/ και αναφοράς από τους αστυνομικούς βάσει ειδικής φόρμας, ανεξαρτήτως από την κατάθεση μήνυσης, κάθε περιστατικού σε βάρος ατόμου λόγω εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης, χρώματος, θρησκείας, αναπηρίας,  σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.
6
. Ενημέρωση των αστυνομικών σχετικά με την υποχρέωση συνδρομής των θυμάτων, παρέμβασης για τη διάσωσή τους και μέριμνας για την παραπομπή τους στις κατάλληλες υπηρεσίες.  
7.
Αναζήτηση ειδικών προγραμμάτων εκπαίδευσης των αστυνομικών στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΟΑΣΕ, σε συνεργασία με εθνικούς θεσμικούς φορείς.
8.
Συνεργασία των αστυνομικών τμημάτων με κυβερνητικούς ή μη φορείς και τις μεταναστευτικές κοινότητες για την παροχή ιατρο-κοινωνικής βοήθειας, νομικής συνδρομής και διερμηνείας ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση του θύματος στην αστυνομία.
9.
Αναστολή της απόφασης κράτησης και απέλασης των θυμάτων που προβαίνουν σε καταγγελία ρατσιστικής βίας, βάσει ειδικής εισαγγελικής πράξης, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην ποινική δίκη κατά του υπαιτίου, και θέσπιση ειδικού καθεστώτος προστασίας για το διάστημα που είναι αναγκαίο για τη δίωξη και καταδίκη των δραστών.
10.
Προστασία των δικαιωμάτων των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή όσων ατόμων και φορέων προωθούν και προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα,  καθώς και των μαρτύρων των ρατσιστικών επιθέσεων και διασφάλιση της πρόσβασής τους στις αρχές.

Β. Αντιμετώπιση της βίας από εξτρεμιστικές ομάδες

1. Συνεργασία του Υπουργείου με ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι παρακολουθούν τη δράση των εξτρεμιστικών ομάδων για την συνολική αντιμετώπισή τους.
2.
Ενημέρωση των αστυνομικών δυνάμεων σχετικά με τις συνέπειες της δράσης των εξτρεμιστικών ομάδων και εκπαίδευση ώστε να αντιδρούν καταλλήλως στις ομαδικές επιθέσεις και τις πρακτικές των «περιπολιών».
3.
Συλλογή αποδεικτικών στοιχείων ώστε η εφαρμογή του άρθρου 187 ΠΚ περί εγκληματικών οργανώσεων να καθίσταται δυνατή στις περιπτώσεις των εξτρεμιστικών οργανώσεων.

Γ. Αντιμετώπιση της αστυνομικής βίας με ρατσιστικό κίνητρο 

1.Τροποποίηση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου με σκοπό την συγκρότηση αποτελεσματικού μηχανισμού καταγγελιών της αστυνομικής βίας και περιστατικών αυθαιρεσίας, ανεξάρτητης διερεύνησης και παρακολούθησης, σύμφωνα με τις συστάσεις των διεθνών οργανισμών.
2.
Πρόβλεψη ειδικής διαδικασίας στο πλαίσιο του πειθαρχικού ελέγχου εντός της ΕΛ.ΑΣ. για την εξέταση αυθαιρεσιών με ρατσιστικό κίνητρο.

Προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης

1. Δημιουργία επίσημου και ενιαίου συστήματος καταγραφής και παρακολούθησης των ρατσιστικών εγκλημάτων, σε συνεργασία με την αστυνομία και κάθε κυβερνητικό ή μη φορέα ο οποίος συλλέγει σχετικά στοιχεία.
2.
Ορισμός ειδικού εισαγγελέα για τον συντονισμό, την προαγωγή της κατανόησης και της κατάλληλης ανακριτικής αντιμετώπισης του ρατσιστικού εγκλήματος από τις εισαγγελικές αρχές.
3.
Συγκρότηση ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία θα εξετάσει τη δυνατότητα διεύρυνσης της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 79 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα ή/και την εισαγωγή   ιδιώνυμων εγκλημάτων,  ώστε να υιοθετηθεί η κατάλληλη νομοθετική και νομοτεχνική προσέγγιση για την κύρωση του εγκλήματος μίσους στην ελληνική έννομη τάξη.
4.
Δυνατότητα απαλλαγής από το παράβολο της μήνυσης και της παράστασης πολιτικής αγωγής για τα θύματα, βάσει ειδικής πράξης του εισαγγελέα.
Τέλος, οι παραπάνω προτάσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πράξεων ρατσιστικής βίας, πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα και πολιτικές βελτίωσης του κλίματος ασφάλειας στις γειτονιές, πάταξη των κυκλωμάτων διακίνησης ανθρώπων, εμπορίας ναρκωτικών, πορνείας και εγκληματικότητας, αναβάθμισης των περιοχών αυτών και ανακούφισης του συνόλου του πληθυσμού, περιορισμού της γκετοποίησης άπορων/άστεγων μεταναστών και προσφύγων και προώθησης της κοινωνικής τους ένταξης, όπου αυτό είναι δυνατό.

Σχετικά με το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας:

Παρακολουθώντας την αυξητική πορεία των ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον προσφύγων και μεταναστών τα τελευταία χρόνια, και έχοντας ως δεδομένο ότι ελάχιστα περιστατικά ρατσιστικής βίας βρίσκουν το φως της δημοσιότητας, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου πήραν την πρωτοβουλία το καλοκαίρι του 2011 και δημιούργησαν το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας στο οποίο σήμερα συμμετέχουν οι εξής 23 μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλοι φορείς που παρέχουν νομικές, ιατρικές, κοινωνικές ή άλλες υποστηρικτικές υπηρεσίες και έρχονται σε επαφή με θύματα ρατσιστικής βίας: Αίτημα, Αντιγόνη – Κέντρο Πληροφόρησης και Τεκμηρίωσης, Άρσις, Γιατροί του Κόσμου, Διεθνής Αμνηστία, Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιών του Ελσίνκι, Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών, Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων, Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, Κέντρο Ημέρας «Βαβέλ», Κέντρο Συμπαραστάσεως Παλιννοστούντων και Μεταναστών- Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων, Κίνηση Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων Προσφύγων και Μεταναστών /στριών (Πάτρα), ΛΑΘΡΑ; – Επιτροπή αλληλεγγύης στους πρόσφυγες Χίου, ΜETAδραση, Ομάδα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών, Ομάδα Νομικών για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων Προσφύγων και Μεταναστών (Θεσσαλονίκη), Σύλλογος Ενωμένων Αφγανών, Φόρουμ Μεταναστών Κρήτης, i-RED Ινστιτούτο για τα Δικαιώματα, την Ισότητα και την Ετερότητα και PRAKSIS, καθώς και ο Συνήγορος του Πολίτη ως παρατηρητής.

Πρωταρχικός σκοπός του εγχειρήματος ήταν η δημιουργία ενός άτυπου αλλά αξιόπιστου δικτύου καταγραφής των ρατσιστικών περιστατικών προκειμένου να αναπληρωθεί το κενό που δημιουργεί η απουσία ενός επίσημου και αποτελεσματικού συστήματος καταγραφής περιστατικών ρατσιστικής βίας και να αναδειχθεί η πραγματική διάσταση του φαινομένου. Οι οργανώσεις που συμμετέχουν στο Δίκτυο καταγράφουν με τη βοήθεια του θύματος τα περιστατικά βίας με ρατσιστικό κίνητρο σε μια τυποποιημένη Φόρμα Καταγραφής Ρατσιστικού Περιστατικού. Για την προστασία του θύματος, δεν γίνεται  αναφορά σε προσωπικά στοιχεία και τηρείται η αρχή της εμπιστευτικότητας. Το Δίκτυο παρουσιάζει τα στοιχεία που προκύπτουν από την καταγραφή σχετικά με τη φύση και τις τάσεις των ρατσιστικών επιθέσεων και διατυπώνει συστάσεις προς την πολιτεία με στόχο την αποτελεσματική θεσμική καταπολέμηση της ρατσιστικής βίας και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης.

Η συστηματική καταγραφή πράξεων βίας με ρατσιστικό κίνητρο από τα μέλη του Δικτύου ξεκίνησε πιλοτικά την 1η Οκτωβρίου 2011. Εντός του πιλοτικού τριμήνου, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 2011, καταγράφηκαν 63 περιστατικά και τα πρώτα συμπεράσματα του Δικτύου παρουσιάστηκαν το Μάρτιο 2012 (βλέπε http://1againstracism.gr/archives/1158?doing_wp_cron=1350907386.78533 29181671142578125)

* Το παρόν υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες φορείς.

Τα αποτελέσματα της καταγραφής διαθέσιμα στα αγγλικά εδώ
  

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Διεθνής Αμνηστία: εκστρατεία για την αστυνομική βία στην Ελλάδα

AP Photo/Lefteris Pitarakis   SFGate

Η Διεθνής Αμνηστία, όπως και άλλες διεθνείς και ελληνικές οργανώσεις, έχουν επανειλειμμένα επισημάνει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ελληνική αστυνομία· δείτε ενδεικτικά προηγούμενες αναρτήσεις εδώ, εδώ και εδώ

Η Διεθνής Αμνηστία έχει τώρα ξεκινήσει εκστρατεία με σκοπό να διασφαλίσει ότι η αστυνομία θα πράττει με βάση το Διεθνές Δίκαιο και θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως οφείλει. Στο παρακάτω κείμενο, η οργάνωση αναφέρεται στην αυθαίρετη και καταχρηστική βία της αστυνομίας κατά διαδηλωτών, μεταναστών, δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για συστημικό πρόβλημα που οφείλεται σε συνθήκες συνεχούς ατιμωρησίας.

Σκοπός της εκστρατείας είναι η καθιέρωση ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου των αυθαιρεσιών της αστυνομίας. Καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι η διασφάλιση της αναγνωρισιμότητας των δραστών, η οργάνωση επισημαίνει την υποχρέωση των μελών των σωμάτων ασφαλείας να φέρουν πάντα διακριτικά σε ορατά σημεία, όπως άλλωστε απαιτεί η τρέχουσα νομοθεσία. Το πλήρες κείμενο της εκστρατείας έχει ως εξής:    

Η Διεθνής Αμνηστία έχει μακρόχρονες και συνεχιζόμενες ανησυχίες αναφορικά με την παράλειψη των αρχών στην Ελλάδα να διασφαλίσουν ότι η αστυνομία σέβεται και προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα και δρα βάσει διεθνούς δικαίου.

 Μετά το θάνατο του 16χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από όπλο αστυνομικού το Δεκέμβριο του 2008, υπήρξαν πολλοί ισχυρισμοί για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας προς τους διαδηλωτές, κατά την διάρκεια των μαζικών κινητοποιήσεων που ξέσπασαν μετά τον πυροβολισμό. Οι καταγγελίες έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα τη τελευταία περίοδο με την εισαγωγή σοβαρών “μέτρων λιτότητας” από την κυβέρνηση, έπειτα την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης (2010-2012) και αφορούν:
 
-    στο πλαίσιο της αστυνόμευσης διαδηλώσεων: υπερβολική χρήση βίας, αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια ή άλλης μορφής κακομεταχείριση και στέρηση άμεσης πρόσβασης σε νομική συμπαράσταση

-    κακομεταχείριση κατά τη σύλληψη και / ή κράτηση, ειδικά ευάλωτων ομάδων, όπως άτομα που κρατούνται για λόγους μετανάστευσης από την ακτοφυλακή, αστυνομία ή συνοριοφυλακή.

Παράλληλα, οι συνεχείς καταγγελίες περιστατικών αυθαίρετης και καταχρηστικής βίας εναντίον δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, όχι μόνο πλήττουν το δικαίωμά τους στη σωματική ακεραιότητα και το δικαίωμά τους να μην υποβάλλονται σε κακομεταχείριση, αλλά, επιπλέον, έχουν επιζήμιο αντίκτυπο στην Ελευθερία της Έκφρασης.

Ενώ οι ελληνικές αρχές αναγνωρίζουν την ύπαρξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας, τα χαρακτηρίζουν ως “μεμονωμένα περιστατικά” και ως εκ τούτου δεν αναγνωρίζουν την έκταση και το βάθος αυτού του συστημικού προβλήματος. Ο αριθμός των καταγγελιών που έχει λάβει η Διεθνής Αμνηστία, μαζί και με καταγγελίες που δημοσιεύθηκαν στα μέσα ενημέρωσης, δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα με εκείνη που οι ελληνικές αρχές αναφέρουν στις εκθέσεις τους προς τους διεθνείς οργανισμούς (πχ Επιτροπή Κατά των Βασανιστηρίων του ΟΗΕ), καθώς και στις δημόσιες δηλώσεις τους.

Οι βασικές αποτυχίες του συστήματος αφορούν στα εξής:

-    έρευνα, δίωξη και τιμωρία των δραστών: παρατεταμένες καθυστερήσεις στην ποινική διαδικασία που συχνά οδηγούν σε ατιμωρησία. Η αστυνομία, οι εισαγγελείς και τα δικαστήρια συχνά αποτυγχάνουν να ερευνήσουν σε βάθος, να ασκήσουν διώξεις και να τιμωρήσουν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες εμπλέκονται υπάλληλοι επιβολής του νόμου.

-    αναγνωρισιμότητα δραστών: η τρέχουσα νομοθεσία απαιτεί από τα μέλη των Μονάδων Αποκατάστασης της Τάξης (ΜΑΤ) να εκθέτουν τους προσωπικούς αριθμούς αναγνώρισης στα κράνη τους, γεγονός που δεν έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της αναγνωρισιμότητάς τους, δεδομένου ότι οι αριθμοί αυτοί εκτίθενται στο πίσω μέρος του κράνους. Σε περιπτώσεις υπερβολικής χρήσης βίας, κατά κανόνα, οι αριθμοί αυτοί δεν είναι ορατοί στα θύματα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μέλη των ΜΑΤ αποτυγχάνουν να φορούν τους εν λόγω αριθμούς.

-    ρατσιστικές επιθέσεις: παρατηρείται ραγδαία αύξηση στα περιστατικά επιθέσεων ρατσιστικής βίας, τα οποία οι αρχές αποτυγχάνουν να καταγράψουν και να ερευνήσουν σε βάθος.

-    εφαρμογή αποφάσεων διεθνών οργάνων: ακόμη και εάν τα θύματα σχετικών παραβιάσεων δικαιωθούν σε διεθνή δικαστήρια (πχ ΕΔΔΑ), αυτό δεν αντανακλάται σε εθνικό επίπεδο, καθότι η κυβέρνηση καθυστερεί να εγκρίνει τις σχετικές αποζημιώσεις ή αποτυγχάνει να ανοίξει εκ νέου τους φακέλους των θυμάτων για περαιτέρω έρευνα.

Αυτές και άλλες αποτυχίες στην υποχρέωση λογοδοσίας της αστυνομίας έχουν οδηγήσει σε συνθήκες συνεχούς ατιμωρησίας – ένας από τους κύριους παράγοντες που συμβάλλουν στην επανάληψη των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους υπαλλήλους επιβολής του νόμου. Στο πλαίσιο αυτό, τα θύματα παραβιάσεων συχνά διστάζουν να προχωρήσουν σε καταγγελίες.

Προηγούμενες συστάσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και άλλων φορέων (Συμβούλιο της Ευρώπης, Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τα βασανιστήρια και άλλες μορφές σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόληψη των Βασανιστηρίων) αγνοήθηκαν ή δεν υιοθετήθηκαν πλήρως. Σε αυτές, οι ελληνικές αρχές απάντησαν με τη δημιουργία το 2011 του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας. Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί το συγκεκριμένο μέτρο ελλιπές και αδύναμο και εκφράζει την ανησυχία της για την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας και την αποτελεσματικότητα της τρέχουσας θητείας της.

Η Διεθνής Αμνηστία σημειώνει ότι οι ελληνικές αρχές έχουν τόσο ευθύνη όσο και υποχρέωση κατά το διεθνές δίκαιο να διασφαλίζουν την προστασία και την ασφάλεια ανθρώπων και περιουσιών.

Παράλληλα, αναγνωρίζει ότι η πλειοψηφία των αστυνομικών πραγματοποιούν τα δύσκολα και επικίνδυνα καθήκοντά τους δίχως να διαπράττουν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ωστόσο, εάν υπάρχουν καταγγελίες ή άλλες αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που μπορεί να έχουν διαπραχθεί από αστυνομικούς, οι αρχές υποχρεούνται να διενεργούν άμεση, ενδελεχή και αμερόληπτη έρευνα. Ανάλογα με τη κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λαμβάνονται τα απαραίτητα πειθαρχικά μέτρα και οι υπεύθυνοι για την εγκληματική συμπεριφορά θα πρέπει να προσαχθούν στη δικαιοσύνη σε πλήρη και δίκαιη δίκη. Επιπλέον, τα θύματα θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα ουσιαστικής προσφυγής σε ένδικα μέσα, καθώς και το δικαίωμα σε πλήρη αποκατάσταση.

Η Διεθνής Αμνηστία πραγματοποιεί εκστρατεία με σκοπό να διασφαλίσει ότι η αστυνομία θα πράττει βάσει Διεθνούς Δικαίου και θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Συγκεκριμένα, στόχος μας θα αποτελέσει η καθιέρωση ενός ουσιαστικά ανεξάρτητου και αποτελεσματικού μηχανισμού καταγγελιών αυθαιρεσιών της αστυνομίας, που θα έχει ισχυρή εντολή και επαρκείς πόρους να ερευνά ισχυρισμούς για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας και να παραπέμπει τις σχετικές καταγγελίες στις εισαγγελικές αρχές. Η έρευνα θα πρέπει να είναι άμεση, ενδελεχής, ανεξάρτητη και αμερόληπτη και ο νέος αυτός μηχανισμός να λογοδοτεί στη Βουλή.

Για να επιτευχθεί αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η διασφάλιση την αναγνωρισιμότητας των δραστών, γι αυτό και θα επικεντρωθούμε στην υποχρέωση των μελών των σωμάτων ασφαλείας να φέρουν πάντα τους ειδικούς αριθμούς ταυτοτήτων τους σε ορατά σημεία. Σε περίπτωση που αποτυγχάνουν θα πρέπει να υπόκεινται σε πειθαρχικές κυρώσεις.

Δείτε εδώ τη σχετική έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας με τίτλο «Αστυνομική Βία στην Ελλάδα: Όχι μόνο μεμονωμένα περιστατικά», Ιούλιος 2012.

και εδώ τη προηγούμενη σχετική έκθεση με τίτλο «Ελλάδα: Καταγγελίες για Καταπατήσεις κατά την Αστυνόμευση Διαδηλώσεων», Μάρτιος 2009.

ΑΝΑΛΑΒΕ ΔΡΑΣΗ ΤΩΡΑ!

Μπες εδώ και στείλε ένα γράμμα προς τις ελληνικές αρχές απαιτώντας την απόδοση δικαιοσύνης για τον Μανώλη Κυπραίο, καθώς και τη τήρηση των διεθνών προτύπων εφαρμογής του νόμου κατά την αστυνόμευση διαδηλώσεων! 


 ΣΧΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ



















Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Καφές και τσιγάρα με τον Gustav Mahler

Φωτογραφία: Moritz Nähr, 1907   Wikipedia

Θα κάνατε στη δουλειά σας διάλειμμα για καφέ ακούγοντας Mahler; Αν και δεν είναι η πιο συνηθισμένη επιλογή, η κλασσική μουσική μπορεί να είναι γεμάτη εκπλήξεις. Η μορφή του τραγουδιού δεν συναντάται τόσο συχνά όσο εκείνη της συμφωνίας ή του κοντσέρτου, ωστόσο τα lieder, κύκλοι μελοποιημένης ρομαντικής ποίησης, έχουν προσφέρει μερικές από τις πιο συναρπαστικές στιγμές στην ιστορία του κλασσικού ιδιώματος. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα παράδειγμα, αυτό αναμφίβολα θα ήταν το Ich bin der Welt abhanden gekommen (Έχω χάσει την επαφή μου με τον κόσμο) του Gustav Mahler, ένα έντονα συναισθηματικό κομμάτι από τον κύκλο τραγουδιών Rückert-Lieder, ο οποίος βασίζεται σε ποιήματα του Friedrich Rückert· για το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο και την αγγλική του μετάφραση, δείτε εδώ. Στην παρακάτω εκτέλεση εμφανίζεται η mezzo-soprano Magdalena Kožená με την Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Λουκέρνης σε διεύθυνση του Claudio Abbado, ενός από τους καλύτερους μαέστρους της εποχής μας και εξαιρετικού ερμηνευτή του Mahler.




Υπάρχει ένα διάλειμμα για καφέ στο οποίο το Ich bin der Welt abhanden gekommen παίζει καθοριστικό ρόλο: πρόκειται για το τελευταίο μέρος της σπονδυλωτής ταινίας Coffee and Cigarettes που σκηνοθέτησε ο Jim Jarmusch το 2003. Η συγκεκριμένη ενότητα ονομάζεται Champagne, και αρχίζει και τελειώνει με αυτό ακριβώς το κομμάτι, στην εκτέλεση του 1967 με την Janet Baker. Εδώ αίρεται ο στεροτυπικός διαχωρισμός κλασσικής μουσικής και καθημερινότητας, και παράλληλα προβληματοποιείται η διάκριση φαντασίας και πραγματικότητας, πλούτου και φτώχειας, ύπνου και θάνατου. Και αυτή η γλυκόπικρη ιστορία των δύο ηλικιωμένων επιστατών, τους οποίους υποδύονται οι Bill Rice και Taylor Mead, παραμένει για εμένα μέχρι σήμερα η σημαντικότερη δουλειά του Jim Jarmusch.