Barbara Kruger Fear and Hate, 1990 arttattler.com
Παρότι τα εκλογικά αποτελέσματα δεν επιβεβαιώνουν πάντα τις δημοσκοπήσεις, τι άλλο παρά ντροπή και ανησυχία θα μπορούσε να αισθάνεται κανείς απέναντι στο αποτρόπαιο ενδεχόμενο εισόδου μιας νεοναζιστικής και ρατσιστικής οργάνωσης όπως η Χρυσή Αυγή, μέλη της οποίας έχουν καταδικαστεί για εγκληματικές ενέργειες, στο ελληνικό κοινοβούλιο; Ως προς αυτό, δείτε ενδεικτικά την ανακοίνωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου "Το πολιτικό σύστημα σε αποσύνθεση. Ο ναζισμός στη Βουλή;", την σχετική εκπομπή του Κώστα Βαξεβάνη Το Κουτί της Πανδώρας (μέρη 1, 2, 3, 4, 5 και 6), και τα άρθρα του Δημήτρη Ψαρρά στο tvxs, της εφημερίδας Το Ποντίκι, και του ιστολογίου JUNGLE-Report.
Πολύ μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα είναι η υιοθέτηση στοιχείων του ακροδεξιού εξτρεμισμού και ρατσισμού από την κεντρική πολιτική σκηνή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μέτρα συγκέντρωσης και κράτησης μεταναστών, αλλά και την διαπόμπευση οροθετικών γυναικών. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Λιάκος:
Το κυρίως ζήτημα όμως, και το οποίο συνιστά τον κατεξοχήν κίνδυνο, είναι ότι ο πολιτικός εξτρεμισμός δεν βρίσκεται πλέον στα περιθώρια εκτός του πολιτικού συστήματος, αλλά στο κέντρο του. Δεν αναφέρομαι μόνο στη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ούτε στην απρόσκοπτη μεταγραφή των Βορίδη και Γεωργιάδη στη ΝΔ. Αλλά τι συνιστά ο λόγος των Λοβέρδου και Χρυσοχοϊδη για τους «λαθρομετανάστες» και την «υγειονομική βόμβα» που συνιστούν; Πρόκειται για ένα λόγο παρόμοιο με των Ναζί εναντίον των Εβραίων. Τι είναι η επαναφορά της ιδέας στρατοπέδων συγκέντρωσης σαράντα τόσα χρόνια μετά το κλείσιμο της Γυάρου; Τι είναι ο λόγος του Σαμαρά, για «ανακατάληψη των πόλεων», από τους «λαθρομετανάστες»; Ποιος έφερε τα ζητήματα αυτά από τις εξτρεμιστικές άκρες στο κέντρο για να δημιουργήσει αποδιοπομπαίους τράγους για την κρίση, με παρόμοιο τρόπο με τον οποίο οι μειονότητες στοχοποιούνται συχνά, σε συνθήκες κρίσεων;
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευτεί η άνοδος του ρατσισμού και του εθνικισμού, και όχι βέβαια με βάση ιδεολογήματα περί 'ελλειπούς' αστυνόμευσης και 'ανασφάλειας' των πολιτών, που επί της ουσίας δικαιολογούν τις ρατσιστικές επιθέσεις ως υποτιθέμενο 'φυσικό' επακόλουθο. Δεν υπάρχει τίποτα φυσικό στον ρατσισμό. Αντίθετα, η κυβέρνηση, ο δήμος Αθηναίων, και οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές, σιώπησαν και ανέχτηκαν τις ρατσιστικές επιθέσεις οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, οι οποίες οικοδόμησαν ανενόχλητες το λεγόμενο 'άβατο' του Αγίου Παντελεήμονα τα προηγούμενα χρόνια. Η επιφυλακή που ζητάει τώρα το υπουργείο Δικαιοσύνης από τους Εισαγγελείς απέναντι στα ρατσιστικά εγκλήματα, και η παραδοχή του ως προς το έλλειμμα στην καταγραφή των τελευταίων, είναι κίνηση ευπρόσδεκτη, φοβάμαι όμως και υπέρμετρα καθυστερημένη.
Τα δύο κόμματα που συγκυβερνούν ανακάλυψαν στην προεκλογική περίοδο τον κίνδυνο των "νοσταλγών του ναζισμού και του φασισμού" που "χαιρετούν χιτλερικά και τρομοκρατούν τον κόσμο". Φοβάμαι πως το ενδιαφέρον τους είναι όψιμο, πολύ δε περισσότερο όταν ταυτόχρονα εξακολουθούν να υιοθετούν την ακροδεξιά ατζέντα, επιμένοντας στην επιβολή των μέτρων κράτησης που σύμφωνα με την Διεθνή Αμνηστεία στιγματίζουν τους μετανάστες, αλλά και προαναγγέλοντας περαιτέρω νομοθετικές αλλαγές και κατασταλτικά μέτρα στην ίδια κατεύθυνση. Όπως όμως υποστηρίζει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Βασιλική Γεωργιάδου, όταν τα πολιτικά κόμματα θεωρούν πως υιοθετώντας την ατζέντα της ακροδεξιάς τής αφαιρούν ψήφους, συχνά συμβαίνει το αντίθετο: η ακροδεξιά γίνεται πιο αποδεκτή στο εκλογικό σώμα.
Στις περιπτώσεις του στιγματισμού των μεταναστών και των οροθετικών γυναικών έχουν εύλογα αποδοθεί δημαγωγικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, αλλά και προεκλογικού τύπου ψηφοθηρικές επιδιώξεις. Φοβάμαι ωστόσο πως πρόκειται για πολύ πιο σύνθετες πολιτικές πρακτικές, αν και όχι πρωτοφανείς. Στο κλασσικό έργο του Κέντρου για τις Σύγχρονες Πολιτισμικές Σπουδές του Πανεπιστημίου του Birmingham Policing the crisis: mugging, the state and law and order, που εκπόνησαν οι Stuart Hall, Chas Critcher, Tony Jefferson, John Clarke, και Brian Roberts, αναλύεται παραδειγματικά η νοηματοδότηση της κρίσης του κοινωνικού συστήματος στη Βρετανία με κεντρικό άξονα το ιδεολόγημα του "νόμου και της τάξης". Όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς, κομβικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία είχε η εκστρατεία ηθικού πανικού με αντικείμενο επιθέσεις στο δρόμο με σκοπό τη ληστεία (London: Macmillan, 1978).
Οι Hall et al. εξετάζουν την περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης την δεκαετία του 1970 ως κρίση ηγεμονίας του μεταπολεμικού κοινωνικού σχηματισμού στη Βρετανία. Πρόκειται για το σημείο όπου διαρρηγνύεται η συναίνεση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, η οποία είχε αποτελέσει την νομιμοποιητική βάση του κοινωνικού συστήματος τις προηγούμενες δεκαετίες. Και πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό σημείο γιατί η απώλεια κοινωνικής συναίνεσης, και η αντίστοιχη αύξηση κοινωνικών ανταγωνισμών και διεκδικήσεων, εξισορροπείται από αυταρχικότερες μορφές διακυβέρνησης: το κράτος του νόμου και της τάξης.
Μια από τις σημαντικότερες διαστάσεις αυτής της εξέλιξης, ωστόσο, είναι ότι πρόκειται για μια συνθήκη νομιμοποιημένου καταναγκασμού (legitimate coercion), καθώς συνοδεύεται από νέες μορφές λαϊκής συναίνεσης. Και εδώ εστιάζεται το ενδιαφέρον για τον καταλυτικό ρόλο των ηθικών πανικών: ενεργοποιούν την συνθήκη κοινωνικής ανησυχίας και φόβου, εκμαιεύοντας την συναίνεση της πλειοψηφίας εναντίον μειοψηφιών που στιγματίζονται ως 'επικίνδυνες', στην προκειμένη περίπτωση εκείνης των νεαρών μαύρων. Στο πλαίσιο αυτό συγκροτούνται σύνθετοι τρόποι νομιμοποίησης μορφών καταναγκασμού, οι οποίες παρουσιάζονται σα να ανταποκρίνονται στην βιωμένη καθημερινότητα των πολιτών (σσ. 317-323).
Και εντός αυτού του πλαισίου ανάλυσης, αναφέρεται επίσης η άνοδος των εκλογικών ποσοστών του ακροδεξιού σχήματος National Front, το οποίο πρέσβευε μια ανοιχτά ρατσιστική, αντι-μεταναστευτική πολιτική που περιλάμβανε ολικές απελάσεις και την επιβολή του 'νόμου και της τάξης', και συνδυαζόταν με μικροαστικού τύπου θεματολογία του εθνικοσοσιαλιστικού ρεπερτορίου, π.χ. εναντίον των τραπεζών, των μεγάλων επιχειρήσεων, και των συνδικάτων, και υπέρ των καταπιεσμένων 'μικρών' ανθρώπων. Πρόκειται για ρητορικές απεύθυνσης στην δυσφορία λευκών, μη-οργανωμένων εργατών σε περίοδο οικονομικής ύφεσης (σ. 334).
Είναι φυσικά νωρίς να κρίνουμε με βεβαιότητα τις εξελισσόμενες πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες της ελληνικής περίπτωσης. Το έργο των Hall et al. ωστόσο προσφέρει ένα ολοκληρωμένο μοντέλο ανάλυσης των πολιτικών σημασιών και αποτελεσμάτων του στιγματισμού κοινωνικών ομάδων ως 'επικίνδυνων' για το κοινωνικό σύνολο σε περιόδους κρίσης. Και από αυτή την άποψη, η πορεία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού είναι ιδιαίτερα ανησυχητική ως προς την στοχοποίηση μεταναστών και οροθετικών γυναικών σε επίσημο πολιτικό και κρατικό επίπεδο, αλλά και την εξάπλωση του ακροδεξιού λόγου από το περιθώριο στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Υπό τέτοιους όρους η δημοσκοπική άνοδος του ακροδεξιού εξτρεμισμού δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει.
Φοβάμαι λοιπόν πως αυτό που διακυβεύεται στις εκλογές δεν είναι απλώς και μόνο η θέση της ελληνικής κοινωνίας ως προς το οικονομικό σκέλος της κρίσης και τις σχετικές με αυτό πολιτικές των μνημονίων. Το αποτέλεσμα θα είναι αναπόφευκτα και μια ένδειξη του χαρακτήρα της κοινωνίας στην οποία ζούμε, και του τρόπου που αυτή αντιλαμβάνεται την κρίση. Και η αποδοκιμασία όσων κομμάτων, μικρών και μεγάλων, παλιών και νέων, 'ακραίων' και 'μεσαίων', πρεσβεύουν την ατζέντα του φόβου και τις αντίστοιχες αυταρχικές πολιτικές, είναι ευθύνη όλων μας.
Και ειλικρινά ελπίζω να έχουμε όλοι το θάρρος να την αναλάβουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου