Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Εθελοτυφλώντας απέναντι στο νεοναζισμό;

Francis Bacon   Figure with Meat   1954   arttattler.com

«(Ο κατηγορούμενος Α. Α. ή Περίανδρος κηρύσσεται ομόφωνα ένοχος του ότι) στις 16.6.1998 και περί ώρα 5.15' στην Αθήνα και συγκεκριμένα σε υπαίθριο χώρο του αναψυκτηρίου (...) από κοινού ενεργών με άλλα εννέα περίπου άτομα, μέλη όπως και ο ίδιος της οργάνωσης Χρυσή Αυγή, τα στοιχεία των οποίων δεν εξακριβώθηκαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, έχοντας αποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, ήτοι έχοντας αποφασίσει να σκοτώσουν τον Δημήτριο Κουσουρή, φοιτητή (...) επιτέθηκαν κατ’ αυτού αιφνιδιαστικά με ξύλινα ρόπαλα που κρατούσαν τόσο ο ίδιος όσο και οι λοιποί συναυτουργοί και κατάφεραν κατ' αυτού με τρομακτική βιαιότητα και αγριότητα πολλαπλά χτυπήματα κυρίως στο κεφάλι και σε όλο το σώμα του (...) Απέτυχαν όμως και δεν ολοκλήρωσαν τελικά τον ανθρωποκτόνο σκοπό τους από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θελήσεώς τους».

Το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται σε άρθρο του Δημήτρη Ψαρρά στο tvxs. Πρόκειται για το σκεπτικό της 116, 162, 163/2009 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, το οποίο καταδίκασε προηγούμενο υπαρχηγό της Χρυσής Αυγής για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Η απόφαση αυτή είναι τελεσίδικη, καθώς το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου επικύρωσε το σκεπτικό της και απέρριψε αίτηση αναίρεσης της με την απόφαση 1167/2010. Ως προς την ευρύτερη σχέση της οργάνωσης με το ποινικό δίκαιο και τον ναζιστικό της χαρακτήρα, δείτε τους συνδέσμους που παρατίθενται εδώ.


Κοιτάζοντας στον καθρέφτη

Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, στα ελληνικά μέσα επικοινωνίας υπήρξαν κείμενα που προσδιόρισαν σαφώς και χωρίς περιστροφές την είσοδο μιας τέτοιας οργάνωσης στη Βουλή ως επικίνδυνη εξέλιξη. Αναφέρω ενδεικτικά δύο παραδείγματα διαφορετικής προέλευσης, το κείμενο του Τάσου Μπάρλα στο Βήμα, και της Άντας Ψαρρά στο Red Notebook. Οι οπτικές αυτού του τύπου ωστόσο αποτέλεσαν εξαίρεση. 

Κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του, το περιεχόμενο των μέσων παρουσίασε τρεις βασικές τάσεις. Η πρώτη είναι η σιωπή: γνώμες, εκτιμήσεις και αναλύσεις του εκλογικού αποτελέσματος που εστίασαν αποκλειστικά σε θεωρούμενα ως μείζονα πολιτικά θέματα, όπως η πτώση του δικομματισμού, η άνοδος της αριστεράς, και το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης, απαξιώντας να ασχοληθούν με το ποσοστό της Χρυσής Αυγής, ή στην καλύτερη περίπτωση προσπερνώντας το εν τάχει ως ήσσονος σημασίας. Σε αυτή την περίπτωση παραβλέπεται το ποσοτικό χαρακτηριστικό, δηλαδή η εκλογική άνοδος από 19.624 σε 440.894 ψήφους μέσα σε δυόμισι χρόνια, και ακόμα χειρότερα αποσιωπείται η τραυματική διάσταση της εισόδου του νεοναζισμού στην Βουλή μιας χώρας που μέχρι την 6η Μαΐου έτεινε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως λίκνο της δημοκρατίας, να μνημονεύει περήφανα την ιστορική παρακαταθήκη του αντιφασιστικού αγώνα της, και να πιστεύει ότι οι κάτοικοι της δεν είναι ρατσιστές.

Η δεύτερη τάση είναι η άρνηση: προβλήθηκε η άποψη ότι πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, δηλαδή ότι οι ψηφοφόροι δεν ήξεραν τι ψήφιζαν, ή ότι η ψήφος τους αποτελεί απλώς και μόνο μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα, ή ότι προέρχεται αποκλειστικά από αντι-μεταναστευτικές στάσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο παρανομαστής είναι κοινός: οι άνθρωποι υποτίθεται ότι ψήφισαν τους νεοναζί χωρίς οι ίδιοι να είναι νεοναζί. Πρόκειται περί βολικής, και για αυτό επικίνδυνης πλάνης, αφενός γιατί προφανώς και κάθε ψηφοφόρος φέρει ακέραια την ευθύνη της ψήφου του, και αφετέρου επειδή η επικινδυνότητα των φασιστικών κομμάτων είναι ακριβώς αυτή η πλάνη. Το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ, για παράδειγμα, σημείωσε εκλογική άνοδο  σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης που ακολούθησε την ήττα της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επενδύοντας στον εθνικισμό και ενσωματώνοντας  στο πρόγραμμά του στοιχεία αριστερού λόγου, και όχι φυσικά υποσχόμενο ότι θα αιματοκυλήσει στη συνέχεια την Ευρώπη και θα πραγματοποιήσει το Ολοκαύτωμα. 

Η τρίτη τάση δεν ξέρω αν υπάρχει ευπρεπής τρόπος να ονομαστεί.  Αναφέρομαι σε τηλεοπτικές εκπομπές που έδωσαν βήμα λόγου σε εκπροσώπους αυτής της οργάνωσης χωρίς ωστόσο να προβάλλουν κανέναν ουσιαστικό αντίλογο. Πρόκειται για θέμα που διαπραγματεύτηκε εύστοχα η Άντα Ψαρρά στο Red Notebook:

Κανείς από τους πρωταγωνιστές αυτών των εκπομπών, όποιος κι αν είναι ο βαθμός της ανατριχίλας τους μπροστά στην είσοδο της εγκληματικής αυτής οργάνωσης στη Βουλή, δεν διανοήθηκε να εκθέσει τα στοιχεία της δράσης της. Αντίθετα, μπροστά στα ανιστόρητα επιχειρήματα των μελών της Χρυσής Αυγής, όπως ότι η γενοκτονία των εβραίων ήταν ένα ανάμεσα στα τόσα «εγκλήματα πολέμου», κανένας από τους δημοσιογράφους δεν άρθρωσε έστω και ένα ερώτημα, όπως ας πούμε τίνος πολέμου αποτέλεσμα ήταν η απόφαση του Χίτλερ να εξοντώσει 6 εκατομμύρια εβραίων. Στις αναφορές στη Χούντα, και στο σκληρό πλην τίμιο προφίλ των στρατιωτικών, κανένας δεν βρήκε έστω και ένα επιχείρημα για τη διαφθορά και την σαπίλα των επικεφαλής της κατάλυσης της δημοκρατίας. Κι αν στον εγκέφαλο του Μιχαλολιάκου, ανάμεσα στα χιτλερικά και τα χουντικά προστάγματα, χώρεσε ακόμα και ο Λένιν προκειμένου να δικαιολογηθεί η αντίθεσή του στο δημοκρατικό πολίτευμα και η δικαιολόγηση της βάρβαρης βίας των χρυσαυγιτών, πού ήταν οι απαντήσεις των δημοκρατικών δημοσιογράφων;

[...]

Γιατί δεν μπήκε κανένας από τους τηλεπαρουσιαστές στον κόπο, εκτός από τη Χρυσή Αυγή, να ρωτήσει και τις κοινωνικές οργανώσεις για το πόσοι μαχαιρωμένοι μετανάστες βρέθηκαν φέτος στα νοσοκομεία, πόσοι ξυλοδαρμένοι χρήστες και μετανάστες παραπέμφθηκαν οι ίδιοι (και όχι οι θύτες τους) στις φυλακές και στα κρατητήρια ή το πόσοι νέοι «εισέπραξαν» στα κεφάλια τους την άγρια βία;

Και μόνο η επίκληση του Αντιρατσιστικού Νόμου θα αρκούσε για να καταστήσει περισσότερο προσεκτικούς, όχι μόνο τους χρυσαυγίτες, αλλά και τους παρουσιαστές. Κι όμως, το νόμο αυτό δεν τον θυμήθηκε κανένας όση ώρα οι νεοναζί εξέφραζαν ανενόχλητοι το μίσος τους στα κανάλια. Μπορεί, λοιπόν, οι ατομικές επιθέσεις και το κυνήγι των χρυσαυγιτών να μην είναι η απάντηση στην εθνικιστική-ρατσιστική βία, δυστυχώς όμως, από τη δικαιοσύνη και τους φορείς της μέχρι τους θεσμούς της δημοκρατίας αλλά και τα ίδια τα κόμματα, προς το παρόν όλοι σχεδόν κάνουν ότι δεν βλέπουν.


Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι οι ελληνικές δημοσιογραφικές ενώσεις, η ΕΣΗΕΑ, η ΕΣΗΕΜ-Θ, και η ΠΟΕΣΥ, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (εδώ και εδώ), καταδίκασαν την μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στους δημοσιογράφους το βράδυ των εκλογών (εδώ και εδώ). Ο ξυλοδαρμός της Λιάνας Κανέλλη και ο τραμπουκισμός απέναντι στην Ρένα Δούρου από υπόδικο εκπρόσωπο αυτής της οργάνωσης  στην τηλεόραση προκάλεσε επίσης έντονες αντιδράσεις. Οι προκλήσεις όμως συνεχίζονται: τα γεγονότα επιχειρείται να στρεβλωθούν (εδώ και εδώ), όπως άλλωστε γίνεται συστηματικά εναντίον των μεταναστών. Παράλληλα, εξακοντίζονται απειλές κατά πολιτικών και μεταναστών, και γίνονται επιθέσεις σε άτομα και πολιτικούς χώρους, όπως σε προεκλογικό περίπτερο του ΚΚΕ, όπου χτυπήθηκε δημοτικός του σύμβουλος, και σε προεκλογικά περίπτερα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΑΝΤΑΡΣΥΑ


Ρατσιστική βία και πολιτική
 
Ελπίζω και πιστεύω πως στην ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα υπάρχουν ακόμα δυνάμεις, και ιδιαίτερα στην αριστερά και το κέντρο, τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα, τον συνδικαλισμό, την κοινωνία των πολιτών και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, που μπορούν να συνεννοηθούν παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές τους αφετηρίες. Και υπό αυτό το πρίσμα μπορούν να υπερασπίσουν τη στοιχειώδη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, το κράτος δικαίου και το πεδίο των δικαιωμάτων με συνεκτικό τρόπο. Θα ήθελα, παραδείγματος χάριν, να δω κάποτε μια κοινή συνέντευξη τύπου εκπροσώπων των παραπάνω ενάντια στην ρατσιστική βία, η οποία παρουσιάζει ραγδαία αύξηση μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, και μια αντίστοιχα οργανωμένη και σχεδιασμένη εκστρατεία εναντίον της τόσο στο πεδίο της επικοινωνίας, όσο και μέσω άμεσης, σταθερής και ψύχραιμης παρουσίας στο τοπικό επίπεδο της γειτονιάς

Αν, αντίθετα, το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία των πολιτών δεν προτίθεται να αναλάβει την ευθύνη μιας ιδεολογικής και πολιτικής αναμέτρησης με το ρατσιστικό μίσος και τη βία που μοιραία το συνοδεύει, φοβάμαι πως όσα έχουμε δει μέχρι σήμερα δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Όσο η ρατσιστική βία δεν απομονώνεται ιδεολογικά από μια συμμαχία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με σημαντικό εύρος και έρεισμα, φοβάμαι πως όχι μόνο θα ενισχύεται αλλά και θα απειλεί αντίστοιχα το κοινωνικό έρεισμα των δυνάμεων αυτών. Αυτό είναι και το πρόβλημα της υιοθέτησης στοιχείων του ακροδεξιού λόγου από την κεντρική πολιτική σκηνή: όπως έχουμε ξαναγράψει, αντί να ωφελείται εκείνη, ενισχύεται ο ακροδεξιος εξτρεμισμός. 

Αν και αυτή η δυναμική ήταν προφανής στο αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου, είναι επίσης προφανές ότι το μήνυμα κάθε άλλο παρά έχει ληφθεί. Είναι για εμένα εντυπωσιακό το ότι ο κ. Α. Σαμαράς επέλεξε να κάνει δηλώσεις στον Άγιο Παντελεήμονα χωρίς καμία αναφορά στη ρατσιστική βία. "Η εισβολή των παρανόμων θα τελειώσει," είπε με έμφαση, διαφοροποιούμενος μόνο, και για εμφανώς προεκλογικούς λόγους, ως προς το ότι αυτό δεν θα γίνει με αυτοδικία και ακρότητες, αλλά με το νόμο. Μόνο που δεν πρόκειται για αυτοδικία και ακρότητες γενικά και αόριστα, αλλά για ρατσιστική βία οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, τις οποίες ο νόμος φυσικά και ορίζει ως παράνομες

Ο κ. Σαμαράς κατέληξε λέγοντας ότι "η ασφάλεια είναι ιερό δικαίωμα σε μια σωστή δημοκρατία, για κάθε Έλληνα και Ελληνίδα". Λοιπόν, όχι: σε μια σωστή δημοκρατία, η ασφάλεια είναι ιερό δικαίωμα  για κάθε άνθρωπο, είτε αυτός είναι Έλληνας, είτε Ελληνίδα, είτε μετανάστης, είτε μετανάστρια. Όλοι το ίδιο δικαίωμα έχουν στην ασφάλεια, και όλους την ίδια υποχρέωση έχει το ελληνικό κράτος να προστατεύει. Και όποιος εγκληματεί πρέπει να υποστεί τις συνέπειες του νόμου, είτε είναι Έλληνας, είτε είναι μετανάστης. Αλλά να υποστεί τις συνέπειες του νόμου επειδή εγκληματεί, όχι επειδή είναι Έλληνας ή επειδή είναι μετανάστης. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, και όχι η "εγκληματικότητα": όταν εγκληματεί ένας Έλληνας που κατάγεται π.χ. από την Πελοπόννησο, φυσικά και δεν υπάρχουν ομάδες τη νύχτα που χτυπούν και μαχαιρώνουν Πελοποννήσιους. 

Υπάρχουν όμως ομάδες που τη νύχτα χτυπούν και μαχαιρώνουν μετανάστες, μόνο και μόνο επειδή είναι μετανάστες. Αυτό είναι ο ρατσισμός, και δεν έχει καμία σχέση με την εγκληματικότητα. Και κάποτε πρέπει να τελειώνουμε, τόσο με αυτόν, όσο και με τα ιδεολογήματα που επιχειρούν να τον παρουσιάσουν ως υποτίθεται "φυσική" αντίδραση στην "εγκληματικότητα" ή ό,τιδήποτε άλλο. Η ρατσιστική βία δεν είναι ποτέ "φυσική" ούτε "δικαιολογημένη": είναι η ίδια έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου.


Ρατσιστική βία και ποινική καταστολή

Αν τα πολιτικά θέματα χρειάζονται πολιτικές απαντήσεις, τα ποινικά χρειάζονται ποινικές. Η Eva Cosse, μέλος της μη κυβερνητικής οργάνωσης Human Rights Watch, πολύ σωστά υποστήριξε στους New York Times ότι οι ελληνικές αρχές χρειάζεται να θέσουν ως πολιτική προτεραιότητα την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας, τονίζοντας τον ρόλο των αστυνομικών και δικαστικών αρχών. Αντίστοιχα, το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, και της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, πρότεινε την δημιουργία ενιαίου συστήματος καταγραφής ρατσιστικών εγκλημάτων στο υπουργείο Δικαιοσύνης, την σταθερή συνεργασία με το Δίκτυο, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και τις κοινότητες μεταναστών, και την καθιέρωση ειδικών οδηγιών προς την αστυνομία με σκοπό την καταπολέμηση της εκ μέρους της ανοχής και την διασφάλιση της παραπομπής των δραστών στη δικαιοσύνη. Επιπλέον, ο Δημήτρης Χριστόπουλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υποστηρίζει:

Μια συστηματική καμπάνια θέσης των ελληνικών διωκτικών αρχών ενώπιον των ευθυνών τους είναι η απάντηση στην ατιμωρησία της ρατσιστικής βίας. Στην Ελλάδα δεν γίνεται καμία σοβαρή και συστηματική προσπάθεια εδραίωσης μιας κουλτούρας δίωξης, ούτε καν απαξίωσης, του ρατσιστικού εγκλήματος. Η ατιμωρησία που επικρατεί στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια για κακουργηματικές πράξεις οι οποίες στράφηκαν άμεσα σε βάρος της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας προσώπων, «αντιφρονούντων» ή αλλοδαπών, με τραγικές συνέπειες για τα θύματα (σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τύφλωση, ακρωτηριασμοί γεννητικών οργάνων κ.ο.κ.) δείχνει το πρόβλημα.

Οι ελληνικές αρχές γνωρίζουν καλά ότι εδώ και χρόνια λειτουργεί μια πολιτική οργάνωση στη χώρα αλλά και επέκεινα αυτής άλλες ομαδώσεις, των οποίων η δράση εσχάτως έχει αναπτυχθεί ιδιαιτέρως. Εντός των συλλογικοτήτων αυτών, ενδημούν χαρακτηριστικά της εγκληματικής οργάνωσης του άρ. 187 του Ποινικού Κώδικα. Πρόκειται για καλά δομημένες συλλογικότητες, με στρατιωτικού τύπου ιεραρχία – τηλεοπτικά δείγματα της οποίας είχαμε με πανηγυρικό τρόπο μετεκλογικά - με διάρκεια και συμμετοχή πολύ παραπάνω των τριών προσώπων, από μέλη των οποίων συστηματικότατα όχι απλώς επιδιώκονται, αλλά αποδεδειγμένα εκτελούνται οργανωμένα και με πειθαρχία απόπειρες ανθρωποκτονίας, βαριές σωματικές βλάβες, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, εμπρησμούς σε βάρος χώρων λατρείας, φθορές ξένης ιδιοκτησίας κ.ο.κ. Για κακουργηματικές δε πράξεις όχι απλώς έχουν κατηγορηθεί μέλη τους, αλλά έχουν καταδικαστεί αμετακλήτως ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη τα οποία τέλεσαν το αδίκημα (απόπειρα ανθρωποκτονίας) υπό την ιδιότητά τους ως μέλη της οργάνωσης και κατά συναυτουργία με άλλα –άγνωστα στις αρχές– επίσης μέλη.

Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Σουλιώτης στην Καθημερινή, τα εκλογικά ποσοστά της ακροδεξιάς είναι υψηλά μεταξύ αστυνομικών. Ήδη όμως η στάση των ελληνικών αρχών έναντι των δικαιωμάτων μεταναστών και προσφύγων έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονης κριτικής από πλειάδα διεθνών και ελληνικών οργανώσεων. Και προς το παρόν η δικαστική αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας εκφυλίζεται μέσω συνεχών αναβολών.

Υπάρχει ένα νομίζω ενδιαφέρον παράδειγμα: στα τέλη Απριλίου ο σκηνοθέτης Νίκος Σούλης ανάρτησε ένα video με τον άγριο ξυλοδαρμό ενός δεμένου με χειροπέδες μετανάστη από αστυνομικούς και 'πολίτες'Ο ίδιος δέχθηκε ύβρεις και απειλές εξαιτίας της επιλογής του να το δημοσιοποιήσει. Το video δεν απέκτησε ιδιαίτερη έκθεση εκτός των ελληνικών social media, ενώ η αστυνομία απλώς εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία διατάχθηκε διοικητική εξέταση. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, στην Βρετανία απέκτησαν τεράστια δημοσιότητα περίπτωσεις ρατσιστικών προσβολών και κακοποίησης απο αστυνομικούς της Metropolitan Police (εδώ, εδώ, και εδώ) και ακολούθησαν ακροάσεις και η κινητοποίηση της Ανεξάρτητης Αρχής Παραπόνων για την Αστυνομία, ενώ ο Αρχηγός της Metropolitan Police δήλωσε δημόσια ότι ο ρατσισμός δεν έχει θέση στην αστυνομία, και προέτρεψε τους υφισταμένους του να αναφέρουν συναδέλφους τους που επιδεικνύουν τέτοια συμπεριφορά (εδώ, εδώ, και εδώ). Η Metropolitan Police προφανώς και δεν είναι τέλεια, ωστόσο μπορείτε να συγκρίνετε τη διαχείριση των δύο περιπτώσεων και να βγάλετε τα συμπεράσματά σας.


Κοιτάζοντας στον καθρέφτη (2)

Σήμερα το βράδυ η ελληνική κοινωνία θα βγάλει τα δικά της συμπεράσματα κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη του εκλογικού αποτελέσματος. Δεν μπορώ φυσικά να γνωρίζω τι θα δει εκεί, στην περίπτωση όμως που στην αντανάκλαση της υπάρχει κάτι το τερατόμορφο, εύχομαι ειλικρινά να φοβηθεί. Γιατί όπως έχει πει ο Μάνος  Χατζιδάκις:

Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: