Την Τρίτη 8 Απρίλη, πραγματοποιείται μία ακόμα αστυνομική επιχείρηση για την απομάκρυνση των μικροπωλητών που εργάζονται γύρω από την ΑΣΟΕΕ. Η έντονη αστυνομική παρουσία κοντά –ενίοτε και μέσα- στο Πανεπιστήμιο της ΑΣΟΕΕ αποτελεί συχνό φαινόμενο εδώ και καιρό, ενώ τους τελευταίους μήνες, στο πλαίσιο της προεκλογικής ρητορείας περί «πάταξης του παρεμπορίου», η περιοχή ουσιαστικά αστυνομοκρατείται, παρά τις έντονες και διαρκείς αντιδράσεις των φοιτητών και των κατοίκων, ντόπιων και μεταναστών. Στις 8/4, Ομάδες ΔΕΛΤΑ και ΜΑΤ μαζί με ομάδες χωρίς διακριτικά καταδιώκουν, χτυπούν και συλλαμβάνουν αδιακρίτως, ή μάλλον με βασικό κριτήριο το χρώμα του δέρματος. Αποτέλεσμα: 13 συλλήψεις, ενός φοιτητή και 12 μεταναστών με κατηγορίες για αντίσταση, σωματικές βλάβες και λαθρεμπορία. Αυτή την στιγμή, οι 12 μετανάστες παραμένουν κρατούμενοι κινδυνεύοντας να κρατηθούν επ’ αόριστον ή και να απελαθούν. Στερούνται την ελευθερία τους, χωρίς απόφαση του ποινικού ή άλλου δικαστηρίου (η υπόθεση εκδικάζεται στις 2/5) και ανεξάρτητα από την ύπαρξη νομιμοποιητικών εγγράφων αλλά μόνο βάσει απόφασης της αστυνομίας που τους χαρακτηρίζει ως «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια».
Η ζωή, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια των μεταναστών ρυθμίζεται ειδικά και εξαιρετικά από το ελληνικό κράτος μέσα από ένα πλέγμα ρατσιστικών διοικητικών διατάξεων που δίνει κάθε ευχέρεια στις αστυνομικές αρχές «να τους κάνουν το βίο αβίωτο».
Οι διατάξεις των ΠΔ 114/2010 (άρθρο 13 παρ.2) και ΠΔ 113/2013 (άρθρο 12 παρ.2) ορίζουν ότι στην περίπτωση των αιτούντων άσυλο, η κρίση της αστυνομίας σχετικά με την επικινδυνότητα τους για τη δημόσια τάξη ή υγεία συνιστά επαρκή λόγο πολύμηνης κράτησης. Προβλέπονται υποτίθεται ως εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά αποτελούν τον κανόνα και στοιβάζουν χιλιάδες μετανάστες σε «κέντρα κράτησης» και σε Α/Τ. [1]
Το άρθρο 76 του ν.3386/2005 [2] ανοίγει το δρόμο για ιδιώνυμη μεταχείριση των μεταναστών, καθώς η τελεσίδικη καταδίκη τους για μια σειρά πλημμελημάτων (ενδεικτικά, της αντίστασης) και μάλιστα ανεξάρτητα ποινής (παρ.1 εδ.α) οδηγεί στο εξαιρετικά δυσμενές μέτρο της διοικητικής κράτησης και απέλασής τους. Επιπλέον, στο ίδιο άρθρο (παρ.1 εδ.γ) επιφυλάσσεται για την αστυνομία η αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Στην περίπτωση των συλληφθέντων της 8/4 μάλιστα, η αστυνομική απόφαση, επικαλούμενη τον ν.3386/2005, αναφέρει πως αρκεί η δίωξη για ένα από τα απαριθμούμενα εγκλήματα και όχι η τελεσίδικη απόφαση (παρά τον ρητό περιορισμό που συνάγεται από το εδ.α) για να ξεκινήσει η διαδικασία απέλασης ή κράτησης εν όψει απέλασης. Και είναι χιλιάδες οι αποφάσεις όπου οι αστυνομικοί διοικητές διατάσσουν τον εγκλεισμό μεταναστών -έως την εξέταση του αιτήματος ασύλου, έως την επιστροφή τους εάν αυτό έχει απορριφθεί ή έως την απέλασή τους- απλά και μόνο επικαλούμενοι λόγους δημόσιας τάξης, χωρίς να τους εξειδικεύουν ή να τους αιτιολογούν. Η αστυνομία, δηλαδή, συγκεντρώνει την εξουσία να κατηγορεί, να συλλαμβάνει, να δικάζει και να αποφασίζει τη στέρηση της ελευθερίας των μεταναστών.
Παράλληλα, ο χρόνος κράτησης συνεχώς αυξάνεται με διαδοχικά νομοθετήματα: από 2 μήνες (ΠΔ 90/2008), σε 3 μήνες (ΠΔ 114/2010), φτάνοντας με το ΠΔ 116/2012 στους 18 μήνες και με πιο πρόσφατη εξέλιξη την 44/11-2-2014 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία εισηγείται τον εγκλεισμό σε «κέντρα κράτησης» χωρίς χρονικό περιορισμό, αλλά έως ότου ο κρατούμενος «συναινέσει και συνεργασθεί στην υλοποίηση της απόφασης απομάκρυνσης». Με τη γνωμοδότηση του, το ΝΣΚ παρακάμπτει τον περιορισμό του 18μήνου της ελληνικής και της κοινοτικής νομοθεσίας, επιφυλάσσοντας ουσιαστικά για τους μετανάστες στέρηση της ελευθερίας τους για χρόνο που ξεπερνά και το συνταγματικά προβλεπόμενο ανώτατο όριο προφυλάκισης. Με νομικές αλχημείες, μετονομάζει την συνέχιση του εγκλεισμού από «κράτηση» σε «διοικητικό μέτρο υποχρεωτικής διαμονής σε ορισμένο χώρο, που μπορεί να είναι ελλείψει άλλου κατάλληλου και ο ίδιος όπου εκρατείτο». Μόνο όταν και αν οι έγκλειστοι συναινέσουν στην επιστροφή ή απέλασή τους γίνεται λόγος για την «ασφάλεια και το σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους». Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, εισηγείται την ποινικοποίηση (ΠΚ 185) και αυτοτελή τιμωρία της διαμονής χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα εντός του ελλαδικού χώρου (που έως σήμερα είναι διοικητική παράβαση), με τη σκέψη ότι οι μετανάστες χωρίς χαρτιά με την ύπαρξή τους και μόνο προσβάλλουν και απειλούν την πολιτειακή εξουσία… Η βασική ρατσιστική ιδέα της γνωμοδότησης είναι ότι «με την απελευθέρωση όλων των παράνομων μεταναστών που αποκλειστικά από δική τους υπαιτιότητα και ευθύνη καθίσταται ανέφικτη η επιστροφή ή απέλασή τους κινδυνεύει το δημόσιο συμφέρον». Πρέπει άρα να αποτραπεί «η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού των μη νόμιμων μεταναστών στο εσωτερικό της χώρας με τις έντευθεν δυσμενείς συνέπειες στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν ότι στερούνται πόρων για τη διαβίωσή τους» καταλήγει η γνωμοδότηση, υιοθετώντας, επαναδιατυπώνοντας και επικυρώνοντας τη θέση της αστυνομίας (Δ/νσης Αλλοδαπών) ότι η εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων (Οδηγία 2008/115ΕΚ) οφείλει να καμφθεί «ενόψει και των πρόδηλων συνεπειών για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας, που συνεπάγεται η επικείμενη ελευθέρωση μεγάλου αριθμού παρανόμως ευρισκόμενων στη χώρα αλλοδαπών, λόγω συμπληρώσεως του ανώτατου χρονικού διαστήματος κρατήσεως».
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί σα συνέχειά τους η νέα νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, στο σχέδιο νόμου για την «άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων» το οποίο συζητήθηκε στις 24/4 στην επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής προβλέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 38, για όποιον πουλά προϊόντα εκτός καταστήματος χωρίς τη σχετική άδεια, ποινή φυλάκισης ενός έτους και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για τρία, ενώ, στην περίπτωση που είναι μετανάστης, η οριστική απέλασή του. Με άλλα λόγια, με αυτό το σχέδιο νόμου στοχοποιούνται με ξεκάθαρα ρατσιστικό τρόπο εκείνες οι στρατηγικές επιβίωσης που είναι διαθέσιμες στις πλέον ευάλωτες με βάση τη θέση τους στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία κοινωνικές ομάδες. Οι ομάδες εκείνες που βρίσκονταν αποκλεισμένες και πριν την έλευση της οικονομικής κρίσης – πόσο μάλλον τώρα – , εκείνες και εκείνοι που δεν διέθεταν και δεν διαθέτουν τα προνόμια της σταθερής εργασίας, της ιδιόκτητης μόνιμης κατοικίας, της απρόσκοπτης μετακίνησης, είτε πρόκειται για Ρομά πλανόδιους μικρεμπόρους είτε για μετανάστες αιτούντες άσυλο, τη στιγμή μάλιστα που, όσον αφορά τους δεύτερους, η απόκτηση άδειας εργασίας είναι ουσιαστικά αδύνατη! [3]
Για την ισχύουσα νομοθεσία αλλά και αυτή που σχεδιάζεται, είτε πρόκειται δηλαδή για τους νόμους που προβλέπουν κράτηση και απέλαση των μεταναστών και των μεταναστριών επειδή συνιστούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, είτε για τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που επιμηκύνει, ουσιαστικά επ’ αόριστον, τον εγκλεισμό τους στα κέντρα κράτησης, είτε για το πρόσφατο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης, η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη: για το ελληνικό Κράτος κάποια υποκείμενα περισσεύουν και ως τέτοια τίθενται εκτός δικαίου.
Αυτό που εμπεδώνεται με την παραπάνω νομοθεσία είναι η ρατσιστική ταύτιση μεταξύ της ιδιότητας του μετανάστη-τριας και του κινδύνου για την τάξη, την ασφάλεια και την υγεία του έθνους. Πρακτικά δηλαδή, το ελληνικό Κράτος επιλέγει να οχυρωθεί νομοθετικά για να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί ολόκληρους πληθυσμούς ως εσωτερικούς εχθρούς. Και η νομοθεσία αυτή παράλληλα με τις συνεχείς αστυνομικές επιχειρήσεις του «Ξένιου Δία» βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις ρατσιστικές κραυγές ενάντια στο παραεμπόριο, τα περί βρωμιάς και υποβάθμισης του κέντρου από τους μετανάστες και τις μετανάστριες, τα ‘μας παίρνουν τις δουλειές’, οι ‘υγειονομικές βόμβες’, τις επιθέσεις εντέλει των νεοναζί της χρυσής αυγής, όπως αυτή του Σεπτεμβρίου του 2012 ενάντια σε μικροπωλητές στη Ραφήνα.
Η εικόνα του κινδύνου όμως απέναντι στον οποίο προετοιμάζεται το ελληνικό Κράτος δεν είναι παρά μία αντιστροφή της πραγματικότητας.
Το κέντρο της πόλης δεν είναι επικίνδυνο λόγω των μεταναστών, είναι επικίνδυνο και εχθρικό για τους μετανάστες και τις μετανάστριες. Το αποτέλεσμα αυτής της νομοθεσίας είναι, για τους μετανάστες και τις μετανάστριες που κυκλοφορούν στην αθήνα, ο συνεχής φόβος και το άγχος απέναντι στο πάντοτε πιθανό ενδεχόμενο κράτησης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα σε ένα Α/Τ ή σε κάποιο κέντρο κράτησης, για τους υπόλοιπους και τις υπόλοιπες, το βασανιστικό κλείσιμο στο σπίτι και η άτυπη αλλά εξαιρετικά πραγματική απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τις βραδινές ώρες. Για όσους και όσες έχουν συλληφθεί και κρατούνται, η κάτω από απάνθρωπες συνθήκες οδυνηρή αναμονή για το τέλος μιας κράτησης που απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο. Για εκείνους και εκείνες που βιοπορίζονται πουλώντας στο δρόμο η στέρηση μίας από τις ελάχιστες ευκαιρίες για εργασία ή, αν συνεχίζουν να εργάζονται, η συνεχής διακινδύνευση της ίδιας τους της ζωής, όπως στην περίπτωση του Τόνι Ονούα και του Μπαμπακάρ Ντιαέ, μικροπωλητών που δολοφονήθηκαν καταδιωκόμενοι από την αστυνομία, στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του ’07 και στο Θησείο το Φεβρουάριο του ’13 αντίστοιχα.
Οι ζωές τους καθίστανται νομικά τόσο επισφαλείς που δεν μπορούν παρά να είναι αόρατες. Και η διεκδίκηση από μέρους τους της ορατότητας που τους έχει στερηθεί τιμωρείται παραδειγματικά, όπως στις περιπτώσεις ενός από τα 11 άτομα που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια αφισοκόλλησης στις 28/12 ενάντια στα κέντρα κράτησης και των 4 συλληφθέντων στην Ασοεε στις 22/10, περιπτώσεις στις οποίες ενεργοποιήθηκαν οι διοικητικές διατάξεις για τη δημόσια τάξη.
Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις, ο χαρακτηρισμός ‘κίνδυνος για τη δημόσια τάξη’ δεν είναι λέξεις που απλά περιγράφουν κάποιες ρυθμίσεις.
Είναι λέξεις που κάνουν μια πραγματικότητα να υπάρξει, είναι λέξεις που προστάζουν, που επιβάλλουν, που περιορίζουν, είναι λέξεις που έχουν θύματα. Λέξεις που όποιος λοιπόν τις προφέρει, όποιος σιωπά όταν προφέρονται είναι αδύνατο να αποποιηθεί την ευθύνη για την πολλαπλή βία πάνω στα σώματα των μεταναστών και των μεταναστριών που συνεπάγονται.
Η σιωπή είναι συνενοχή.
Καμία δίωξη στους 13 συλληφθέντες της 8/4 στην ΑΣΟΕΕ
Λευτεριά σε όλους τους έγκλειστους μετανάστες
Κοινοί αγώνες ντόπιων και μεταναστών
Συγκέντρωση αλληλεγγύης 2/5, 9.00 Δικ.Ευελπίδων
Πρωτοβουλία συνέλευσης μεταναστών και αλληλέγγυων ΑΣΟΕΕ
[1] Άγνωστος είναι ο συνολικός αριθμός των έγκλειστων μεταναστών και των αιτούντων άσυλο. Περισσότεροι από 6.000 μετανάστες και αιτούντες άσυλο κρατούνται σήμερα σύμφωνα με την επίσημη δυναμικότητα και την επίσημη -κατ’ ευφημισμό- ορολογία σε «προ-αναχωρησιακά κέντρα» και «άλλους χώρους κράτησης για αλλοδαπούς»: Κόρινθος (χωρητικότητα 1,000), Αμυγδαλέζα (2,000), Κομοτηνή (540), Ξάνθη (480), Παρανέστι Δράμας (600), Φυλάκιο (370). Άλλοι χώροι κράτησης μεταναστών: Σάμος (280), Λέσβος (90), Χίος (100), Πέτρου Ράλλη (350), Ελληνικό (120) και άλλοι μικρότερης χωρητικότητας χώροι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Δεν έχει γίνει γνωστός ο αριθμός των μεταναστών και αιτούντων άσυλο που κρατούνται σε εκατοντάδες αστυνομικά τμήματα σε όλη την ελλάδα και πιθανώς ανέρχονται σε χιλιάδες καθώς κάθε αστυνομικό τμήμα που έχει ένα κρατητήριο χρησιμοποιείται ως χώρος εγκλεισμού.
[2] 1. Η διοικητική απέλαση αλλοδαπού επιτρέπεται εφόσον:
α. Έχει καταδικασθεί τελεσίδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους ή, ανεξαρτήτως ποινής, για εγκλήματα προσβολής του πολιτεύματος, προδοσίας της Χώρας, εγκλήματα σχετικά με την εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διεθνή οικονομικά εγκλήματα, εγκλήματα με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας, εγκλήματα περί το νόμισμα, εγκλήματα αντίστασης, αρπαγής ανηλίκου, κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, εκβίασης, τοκογλυφίας, του νόμου περί μεσαζόντων, πλαστογραφίας, ψευδούς βεβαίωσης, συκοφαντικής δυσφήμισης, λαθρεμπορίας, για εγκλήματα που αφορούν τα όπλα, αρχαιότητες, την προώθηση λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της Χώρας ή τη διευκόλυνση της μεταφοράς ή προώθησης τους ή της εξασφάλισης καταλύματος σε αυτούς για απόκρυψη και εφόσον η απέλαση του δεν διατάχθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο.
β. Έχει παραβιάσει τις διατάξεις του νόμου αυτού.
γ. Η παρουσία του στο ελληνικό έδαφος είναι επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια της Χώρας.
δ. Η παρουσία του στο ελληνικό έδαφος συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, επειδή πάσχει από λοιμώδες νόσημα ή ανήκει σε ομάδες ευάλωτες και λοιμώδεις ασθένειες, ιδίως λόγω της κατάστασης της δημόσιας υγείας στη χώρα προέλευσής τους ή της χρήσης ενδοφλέβιων μη σύννομων ουσιών ή του ότι είναι εκδιδόμενο πρόσωπο, κατά την έννοια των διατάξεων του ν.2734/1999, ή του ότι διαμένει υπό συνθήκες που δεν πληρούν τους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, όπως τα θέματα αυτά καθορίζονται από υγειονομικές διατάξεις.