Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Απεργία, επίταξη, και η πολιτική της εξαίρεσης

David Hammons, Caution [A Series of Small Things]

Σε προηγούμενη ανάρτηση συζήτησα αναλυτικά το νομικό πλαίσιο που αφορά την επίταξη των απεργών στο ΜΕΤΡΟ, υποστηρίζοντας ότι η στάση της κυβέρνησης αποτέλεσε παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας. Δεν πληρούνταν οι όροι που απαιτεί το νομικό πλαίσιο για την εφαρμογή της επίταξης, δηλαδή ούτε ζήτημα άμυνας της χώρας υπήρξε, ούτε κατάσταση ανάγκης που να αφορά θεομηνία, θέματα δημόσιας τάξης ή δημόσιας υγείας. 

Υποστήριξα παράλληλα ότι το γεγονός ότι η επίταξη εφαρμόστηκε παρότι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις δεν συνιστά απλώς μορφή αυταρχισμού. Αποτελεί στοιχείο της ευρύτερης ροπής του κράτους προς την συνθήκη της εξαίρεσης, δηλαδή την πρωτότυπη μορφή άσκησης εξουσίας που διαμορφώνει η ίδια τους όρους με τους οποίους ασκείται εκτός συνταγματικής νομιμότητας, και υπό τους οποίους παράγει τους απεργούς ως ποινικά υποκείμενα.


Οι απεργοί που δεν υπήρχαν

Η τρέχουσα επίταξη των εκπαιδευτικών βρίσκεται εξίσου εκτός νομιμότητας, καθώς ούτε σε αυτή την περίπτωση πληρούνται οι όροι του νομικού πλαισίου. Ωστόσο πρόκειται για κατά πολύ σημαντικότερο βήμα προς την συνθήκη εξαίρεσης, καθώς δεν υπάρχει απεργία, ούτε καν απόφαση απεργίας. 

Το καταστατικό της ΟΛΜΕ δεν της επιτρέπει να αποφασίσει μια απεργία. Προβλέπει απλώς ότι μπορεί να την εισηγηθεί, και στη συνέχεια κάθε τοπική ΕΛΜΕ συνεδριάζει για να αποφασίσει η ίδια αν θα απεργήσει ή όχι. Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνεδριάσεις αυτές θα συνέβαιναν στις 14 Μαϊου, όπως και έγινε. Όταν λοιπόν στις 11 Μαΐου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης η απόφαση επίταξης, αυτή δεν αφορά απεργούς, γιατί δεν υπάρχουν 

Ο 'προληπτικός' χαρακτήρας αυτής της επίταξης συνεπάγεται ότι ποινικοποιούνται 80.000 μέλη ενός επαγγελματικού κλάδου απλώς και μόνο επειδή ενδέχεται να ασκήσουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα διασφαλίζει τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και θεσμίζει την απεργία ως δικαίωμα στο Άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2, ως εξής:

  1. Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ' αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου.
  2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ' αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Το δικαίωμα των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του.
 
Τι άλλο από παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος της απεργίας, και επί της ουσίας κατάργησή του, είναι η 'προληπτική' επίταξη των εκπαιδευτικών; Από τη στιγμή που εφαρμόζεται αυτή η πρακτική, και ανεξάρτητα από την όποια εξέλιξη υπάρξει ως προς την απεργία, η κυβέρνηση έχει ήδη αναστείλει έμπρακτα την ισχύ του Άρθρου 23 του Συντάγματος.


Αναστολή και εξαίρεση

Από αυτή την άποψη έχει καθοριστική σημασία να αναγνωριστεί καταρχήν ότι το νομικό πλαίσιο που γινόταν αντιληπτό ως υφιστάμενο δεν υπάρχει πλέον ως τέτοιο. Και κατά δεύτερο λόγο ότι ο πολιτικά και νομικά προβληματικός χαρακτήρας της επίταξης δεν είναι σημείο αδυναμίας αλλά ισχύος

Παραδείγματος χάριν, στην απόφαση της επίταξης περιλαμβάνεται ένας πράγματι αδιανόητος νομικά ισχυρισμός περί 'υγείας των υποψηφίων' στις εξετάσεις. Όπως εξηγεί ο συνταγματολόγος Κώστας Χρυσόγονος στο tvxs, το Σύνταγμα δεν αναφέρεται στην υγεία μεμονωμένων προσώπων, αλλά σε κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, όπως είναι ένα λοιμώδες νόσημα. Άλλο παράδειγμα είναι ο κυβερνητικός ισχυρισμός που περιλαμβάνεται σε ρεπορτάζ του Μπάμπη Αγρολάμπου στην Εφημερίδα των Συντακτών, ότι μετά τις συνεδριάσεις των ΕΛΜΕ δεν θα υπήρχε αρκετός χρόνος να ενεργοποιηθεί η επίταξη. Τακτικισμοί τέτοιου τύπου ωστόσο είναι εξίσου ανυπόστατοι νομικά και δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη συνταγματική τάξη.

Αν όμως η στάση της κυβέρνησης φαίνεται νομικά και πολιτικά τρωτή, αυτό συμβαίνει μόνο με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, το οποίο ωστόσο η ίδια η πρακτική της κυβέρνησης αναιρεί. Υπό αυτό το πρίσμα, παρουσιάζεται το φαινόμενο το κράτος να επιδιώκει την τήρηση της νομιμότητας, παραδείγματος χάριν εξαγγέλοντας ότι "οι πανελλαδικές εξετάσεις θα γίνουν ομαλά και στην ώρα τους", και ταυτόχρονα να παραβιάζει το ίδιο τη νομιμότητα, παραδείγματος χάριν προχωρώντας στη θέσμιση μιας αντισυνταγματικής επίταξης. Κατά αυτό τον τρόπο, το κράτος επιβάλλει τη 'νομιμότητα' εξαιρώντας τον εαυτό του από αυτήν

Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο, ωστόσο δεν είναι: πρόκειται για συστατικό στοιχείο της συνθήκης εξαίρεσης και χαρακτηριστικό ισχύος, δηλαδή μορφή κυριαρχίας που παράγει η ίδια τους όρους άσκησης της, ακριβώς επειδή αποτελεί πρωταρχικό φορέα νομιμότητας και, ταυτόχρονα, εξαιρείται από αυτήν.


Αναγκαιότητα και κανονικότητα
 
Επισήμανα σε αυτή και αυτή την ανάρτηση ότι στοιχεία εξαίρεσης εμφανίζονται πρωτίστως σε πολιτικές πρακτικές που έπονται της συγκρότησης μιας υποτιθέμενα 'επείγουσας' αναγκαιότητας. Καθόλου παράξενα, το ίδιο συμβαίνει στο κείμενο της απόφασης της επίταξης των εκπαιδευτικών: πρόκειται για την "επιτακτική ανάγκη αποτροπής των απειλούμενων δυσμενών συνεπειών", οι οποίες θεωρείται ότι προκύπτουν από την εισήγηση της ΟΛΜΕ.  

Το στοιχείο της 'επείγουσας αναγκαιότητας' είναι κομβικό ως προς την παραγωγή της συνθήκης εξαίρεσης και την συνακόλουθη άρση της νομικής κανονικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι εφαρμοσμένες πολιτικές της εξαίρεσης εκφράζουν ένα διαφορετικό συσχετισμό εξουσίας και αντίστοιχα έναν επαναπροσδιορισμό της νομιμότητας που αποκλίνει από το νομικό πολιτισμό που προηγείται της εφαρμογής τους. Αυτή η εννοιολόγηση της κατάστασης ως 'επιτακτική' αφορά τόσο επιμέρους πολιτικές, όσο και τη διαχείρηση της κρίσης συνολικά.

Στο βαθμό που οι έκτακτου τύπου πολιτικές παγιώνονται, η εξαίρεση μετατρέπεται σε κανονικότητα αποκτώντας πολιτική, νομική και θεσμική υπόσταση. Παραδείγματος χάριν, οι πολιτικές συγκέντρωσης και κράτησης μεταναστών στην Ελλάδα δεν αποτελούν απλώς έκφραση κρατικού αυταρχισμού αλλά μορφή θεσμοποιημένης κανονικότητας του αυταρχισμού. Η μεταξύ τους διαφορά ενδεχομένως εξηγεί το έλλειμμα ανταπόκρισης των ελληνικών αρχών στη σφοδρή κριτική που ασκείται στις παραπάνω πολιτικές από ανθρωπιστικούς φορείς

Αντίστοιχα, όπως εύστοχα παρατηρεί ο John Holloway στο Roarmag, τα ευρωπαϊκά κράτη του νότου δεν ανταποκρίνονται στις πρωτοφανείς σε μαζικότητα και διάρκεια διαμαρτυρίες κατά της επιβολής άγριας λιτότητας. Ωστόσο δεν πρόκειται περί έκπληξης: παρότι η λιτότητα αποτέλεσε 'έκτακτο' μέτρο έναντι της 'επείγουσας αναγκαιότητας' να αντιμετωπιστεί η κρίση, και παρότι απέτυχε παταγωδώς, αποτελεί πλέον μια παγιωμένη πολιτική με χαρακτηριστικά κανονικότητας. Και ως τέτοια, συνιστά ριζικό νομικό και θεσμικό επαναπροσδιορισμό κομβικών στοιχείων όπως τα εργασιακά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος. 


Η 'χούντα' που δεν υπάρχει

Στην Ελλάδα ανασύρονται συχνά στοιχεία από την κοινωνική μνήμη (social memory) για να προβληθούν πάνω στην τρέχουσα πολιτική συνθήκη. Κατά ένα μέρος, πρόκειται για μια κατανοητή από ανθρώπινη άποψη αναζήτηση μιας καθησυχαστικά κοινής, αναγνωρίσιμης και οικείας ερμηνείας των εξελίξεων σε μια ανοίκεια περίοδο. Κατά ένα άλλο μέρος ωστόσο πρόκειται για πολιτικά επικίνδυνη πρακτική: η παρομοίωση με τη γερμανική κατοχή, οι 'προδότες' πολιτικοί και ο Τσολάκογλου, οι κρεμάλες και το Γουδί, είναι μορφές ενίσχυσης του εθνικισμού και αποσιώπησης του καπιταλιστικού χαρακτήρα της κρίσης. Και στο βαθμό που η αριστερά δείχνει έστω και την παραμικρή ανοχή απέναντί τους, επιτελεί πολιτική αυτοχειρία. 

Η παρομοίωση των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών με 'χούντα', πρακτική που εμφανίστηκε και σε συγκέντρωση της ΟΛΜΕ τη Δευτέρα, ανήκει στη πρώτη κατηγορία, πράγμα που ωστόσο δεν αλλάζει το γεγονός ότι η διαδεδομένη ευκολία τέτοιων αναπαραστάσεων όχι μόνο δε βοηθάει αλλά συγχέει διαφορετικές συνθήκες. Εξισώνει τις σύνθετες και ενίοτε αντιφατικές μορφές κυριαρχίας και συναίνεσης που χαρακτηρίζουν τις καπιταλιστικές δημοκρατίες και το ρόλο του κράτους σε αυτές, με την ίδια τους την άρση δια της ωμής βίας. Με δυο λόγια, κανείς δε μπορεί να αντιμετωπίσει μια χούντα που δεν υπάρχει.  

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτή τη σύγχιση είναι η περίπτωση του Γκουαντάναμο στη νομική τάξη των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο ενός πρότυπου λειτουργίας του φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος, με ένα από τα πλέον εμβληματικά συνταγματικά κείμενα στην παγκόσμια ιστορία, και δεδομένη σταθερότητα και διάρκεια των δημοκρατικών θεσμών, εμφανίζεται η πλήρης ταπείνωση της κληρονομιάς του Διαφωτισμού: ανακρίσεις μέσω βασανιστηρίων κρατουμένων που στερούνται νομικής υπόστασης και αντίστοιχων δικαιωμάτων, και κράτηση αόριστης διάρκειας που συνεχίζεται επί ολόκληρα χρόνια χωρίς καμία απαγγελία κατηγορίας ή παραπομπή σε δίκη.  

Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν τανκς και πραξικοπηματίες στρατιωτικοί: παρότι η συνθήκη εξαίρεσης μπορεί να οδηγήσει σε ανελεύθερα καθεστώτα, είναι ριζικά διακριτή από το καθεστώς της 'χούντας'. Πρωτίστως πρόκειται για εγγενή συνθήκη των σύγχρονων μορφών κυριαρχίας: το Γκουαντάναμο ανέκυψε στο πλαίσιο της 'έκτακτης' ανάγκης αντιμετώπισης της τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Παγιώθηκε στο πλαίσιο πρακτικών αναστολής της υφιστάμενης νομιμότητας, και απέκτησε χαρακτηριστικά κανονικότητας - ο εγκλεισμός, όπως υποστήριξα σε αυτή την ανάρτηση, είναι παράγοντας ολοκλήρωσης της εξαίρεσης.


Οι αναπόφευκτες ερωτήσεις

Ξέρω ότι πολλοί μάλλον περιμένουν πολλά από την απεργία των εκπαιδευτικών, συχνά διατυπώνοντας σχετικές απόψεις. Σε ό,τι με αφορά, δεν έβρισκα ποτέ ενδιαφέρουσες τις ασκήσεις επί χάρτου, πολύ δε περισσότερο τους βερμπαλισμούς, και νομίζω πως η θέση που θα πάρουν οι εκπαιδευτικοί είναι καθαρά δική τους απόφαση και δική τους ευθύνη. 

Και αντίστοιχα η θέση που θα πάρουμε εμείς οι υπόλοιποι είναι δική μας απόφαση και ευθύνη. Ως προς αυτό, νομίζω πως ό,τιδήποτε άλλο από την αλληλεγγύη και την αλληλοϋποστήριξη αποτελεί εθελοτυφλία. Και οι όποιοι ανταγωνισμοί μεταξύ αριστερών κομμάτων συνιστούν πολυτέλεια που δεν με αφορά, ούτε με ενδιαφέρει.

Είναι επίσης εθελοτυφλία να θεωρεί κανείς πως το διακύβευμα είναι απλώς μια απεργία ενός κλάδου. Όπως άλλωστε δηλώνει και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, "καμία πολιτική σκοπιμότητα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως βάση για τη λήψη και εφαρμογή κυβερνητικών αποφάσεων κατά κατάλυση του Συντάγματος". 

Επιτρέψτε μου λοιπόν να επιμείνω:  

Αποδεχόμαστε να πράττει μια κυβέρνηση εκτός του πλαισίου νομιμότητας που ορίζει το Σύνταγμα; Και συναινούμε στον εξοστρακισμό της απεργίας από τη σφαίρα των θεσμικά αναγνωρισμένων κοινωνικών δικαιωμάτων στη σφαίρα της ποινικής καταστολής;

Δεν υπάρχουν σχόλια: