Το concept album The Wall των Pink Floyd κυκλοφόρησε το 1979 και αναφέρεται στην προσωπική κρίση, βαθμιαία απομόνωση και συναισθηματική κατάρρευση του πλασματικού rock star Pink. Ήταν κατά βάση έργο του Roger Waters, ο οποίος έγραψε επίσης το σενάριο της ομώνυμης ταινίας που γυρίστηκε το 1982 από τον Alan Parker. Σε αυτή περιλαμβάνονται σεκάνς κινουμένων σχεδίων του Gerald Scarfe, ενώ τον ρόλο του Pink ερμήνευσε ο Bob Geldof.
Κατά ένα μέρος, το The Wall είναι μορφή κριτικής στη μουσική βιομηχανία. Το έναυσμα ήταν η δυσφορία που αισθανόταν ο Waters έναντι συναυλιών μεγάλης κλίμακας σε στάδια και με κοινό μαζικό και ετερόκλητο. Η διενέργεια τέτοιου τύπου συναυλιών με άξονα το οικονομικό όφελος που συνεπάγονται οδήγησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, στην αλλοτρίωση: "I became very conscious of a wall between us and our audience and so this record started out as being an expression of those feelings".
Το The Wall ωστόσο αποτελεί επίσης αποδόμηση των σχέσεων εξουσίας που συγκροτούνται στο πλαίσιο θεσμών όπως η οικογένεια και η εκπαίδευση, και ιδεολογιών όπως ο εθνικισμός και ο μιλιταρισμός. Η ταινία ανταποκρίθηκε σε αυτό το περιεχόμενο με εμβληματικές εικόνες: είναι χαρακτηριστική η αναπαράσταση του σχολείου ως ένα πειθαρχικό εργοστάσιο σύνθλιψης μαθητών, οι οποίοι οδηγούνται σε αυτό μαζικά, πειθήνια και συγχρονισμένα (The Happiest Days of Our Lives/Another Brick in the Wall Part 2).
Το The Wall ωστόσο αποτελεί επίσης αποδόμηση των σχέσεων εξουσίας που συγκροτούνται στο πλαίσιο θεσμών όπως η οικογένεια και η εκπαίδευση, και ιδεολογιών όπως ο εθνικισμός και ο μιλιταρισμός. Η ταινία ανταποκρίθηκε σε αυτό το περιεχόμενο με εμβληματικές εικόνες: είναι χαρακτηριστική η αναπαράσταση του σχολείου ως ένα πειθαρχικό εργοστάσιο σύνθλιψης μαθητών, οι οποίοι οδηγούνται σε αυτό μαζικά, πειθήνια και συγχρονισμένα (The Happiest Days of Our Lives/Another Brick in the Wall Part 2).
Κατά τον Waters, η μουσική βιομηχανία δεν ασχολείται με το αν οι συναυλίες μετατρέπονται σε τελετουργία χωρίς νόημα, αλλά με τον αριθμό των εισητηρίων και το μέγεθος του κοινού· όπως αναφέρει, "the show must go on, at any cost, to anybody. I mean I, personally, have done gigs when I've been very depressed, but I've also done gigs when I've been extremely ill". Στο δεύτερο μέρος του The Wall, ο αλλοτριωμένος Pink καταρρέει και γίνεται αμέσως αντικείμενο ιατρικής μεταχείρησης (Comfortably Numb), ώστε να παραμείνει λειτουργικός ως μουσικό προϊόν (The Show Must Go On). Αυτό αποτελεί σημείο-τομή του έργου, καθώς υπό την επήρεια των φαρμάκων που του δόθηκαν, ο Pink έχει την παραίσθηση ότι είναι ηγέτης φασιστικής οργάνωσης, η συναυλία μετατρέπεται σε συγκέντρωση και ακολουθείται από διαδήλωσεις και επιθέσεις σε μειονότητες (In The Flesh, Run Like Hell, Waiting for the Worms).
Ο Waters αναφέρει την εξής εμπειρία: "Montreal 1977, Olympic Stadium, 80,000 people, the last gig of the 1977 tour, I, personally, became so upset [...] that I spat at some guy in the front row, [...] which is a very nasty thing to do to anybody. Anyway, the idea is that these kinds of fascist feelings develop from isolation". Υπό αυτό το πρίσμα, η κριτική του The Wall στον φασισμό επικεντρώνεται στο επίπεδο της επιθυμίας, με όχημα την αντιδραστική υποκειμενικότητα του Pink. Η ταινία περιλαμβάνει επίσης την οπτικοποίηση των σφυριών που συμβολίζουν την οργάνωση της οποίας ηγείται στην παραίσθηση του: "we've used the hammer as a symbol of the forces of oppression", επισημαίνει ο Waters. Η ενότητα αυτή ολοκληρώνεται καθώς ο Pink ανακτά τρομοκρατημένος την συνείδηση του και διακόπτει την παραίσθηση με την κραυγή “Stop!”
Ο Waters αναφέρει την εξής εμπειρία: "Montreal 1977, Olympic Stadium, 80,000 people, the last gig of the 1977 tour, I, personally, became so upset [...] that I spat at some guy in the front row, [...] which is a very nasty thing to do to anybody. Anyway, the idea is that these kinds of fascist feelings develop from isolation". Υπό αυτό το πρίσμα, η κριτική του The Wall στον φασισμό επικεντρώνεται στο επίπεδο της επιθυμίας, με όχημα την αντιδραστική υποκειμενικότητα του Pink. Η ταινία περιλαμβάνει επίσης την οπτικοποίηση των σφυριών που συμβολίζουν την οργάνωση της οποίας ηγείται στην παραίσθηση του: "we've used the hammer as a symbol of the forces of oppression", επισημαίνει ο Waters. Η ενότητα αυτή ολοκληρώνεται καθώς ο Pink ανακτά τρομοκρατημένος την συνείδηση του και διακόπτει την παραίσθηση με την κραυγή “Stop!”
Αρκετά χρόνια μετά τις κλασσικές μελέτες της Σχολής της Φρανκφούρτης και του Wilhelm Reich για το φασιστικό φαινομένο, οι Gilles Deleuze και Felix Guattari εστίασαν στους τρόπους με τους οποίους οι αντιδραστικές υποκειμενικότητες παράγονται στο πεδίο της επιθυμίας υπό τους όρους της καπιταλιστικής κοινωνικής συνθήκης (Anti-Oedipus: Capitalism and Schizophrenia, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1972/1983). Υποστήριξαν ότι ο φασισμός εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο της μικροπολιτικής (micropolitics) όσο και της μακροπολιτικής (macropolitics), και ότι η ταξική πάλη προϋποθέτει και περιλαμβάνει την παραγωγή ριζοσπαστικών μορφών επιθυμίας. Υπό αυτό το πρίσμα διαφοροποιήθηκαν από τα παραδοσιακά, δυιστικά και γραφειοκρατικού τύπου μοντέλα πολιτικού αγώνα, εξετάζοντας ετερογενείς, αντι-ιεραρχικές και αποκεντρωμένες μορφές δράσης (A Thousand Plateaus: Capitalism and Schizophrenia, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1980/1987).
Προλογίζοντας το έργο των Deleuze και Guattari, ο Michel Foucault αναφέρεται όχι μόνο στις ιστορικές εκδοχές του φαινομένου στη Γερμανία και την Ιταλία, αλλά και στη μορφή που αφορά τον καθένα: “the fascism in us all, in our heads and in our everyday behaviour, the fascism that causes us to love power, to desire the very thing that dominates and exploits us” (Preface, στο Anti-Oedipus, ό.π., σ. xiii). Στο The Wall η αυταρχική υποκειμενικότητα εκδηλώνεται στο επίπεδο της επιθυμίας και φορέας αυτής επιλέγεται να είναι ο κύριος χαρακτήρας/(αντι)ήρωας· κατά αυτό τον τρόπο ο εαυτός εμφανίζεται να επιθυμεί την εξουσία που έχει ο ίδιος προηγουμένως υποστεί, στην περίπτωση του Pink στο πλαίσιο του σχολικού θεσμού.
Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές της ταινίας όπου τα παραμορφωμένα πρόσωπα των μαθητών που είχαν συνθλιβεί στην πειθαρχική σχολική μηχανή (The Happiest Days of Our Lives/Another Brick in the Wall Part 2), τώρα εμφανίζονται να αποθεώνουν την αυταρχική υποκειμενικότητα που αποτελεί ο Pink στην παραίσθηση του (Run Like Hell). Επιπλέον, ο χαρακτήρας του δάσκαλου/διευθυντή σχολείου και κατεξοχήν φορέα καταναγκασμού και ταπείνωσης, παίρνει την μορφή του σφυριού που η οργάνωση του Pink χρησιμοποιεί ως σύμβολο (The Trial). Κατά αυτό τον τρόπο ορίζεται και το ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της αλλοτρίωσης: ως επιθυμία για δύναμη, με εφιαλτική συνέπεια την συναισθηματική ταύτιση του Pink με θεσμούς στους οποίους έλλογα αντιτίθεται.
To The Wall ολοκληρώνεται αργότερα με την κατάρρευση του τοίχου, και κατ' επέκταση την άρση της αλλοτρίωσης του Pink, ενώ οι στίχοι του τελευταίου μέρους (Outside The Wall) επαναπροσδιορίζουν εύγλωττα την συνολική προβληματική του έργου:
All alone, or in two's,
All alone, or in two's,
The ones who really love you
Walk up and down outside the wall.
Some hand in hand
And some gathered together in bands.
The bleeding hearts and artists
Make their stand.
And when they've given you their all
Some stagger and fall, after all it's not easy
Banging your heart against some mad bugger's wall.
Ο Foucault υποστήριξε ότι θα ήταν λάθος να ερμηνευτεί η προσέγγιση των Deleuze & Guattari ως η νέα πολυαναμενόμενη θεωρία που ενσωματώνει τα πάντα και λειτουργεί καθησυχαστικά, και την οποία υποτίθεται ότι χρειαζόμαστε τόσο πολύ στην εποχή της πολυδιάσπασης, της εξειδίκευσης και της απουσίας ελπίδας. Πρότεινε, αντίθετα, να διαβαστεί ως μορφή τέχνης: “ars erotica, ars theoretica, ars politica” (Preface, στο Anti-Oedipus, ό.π., σ. xiii). Κατά έναν ανάλογο τρόπο, ο Waters αρνείται να προβεί σε ευκολίες, πολύ δε περισσότερο να προσφέρει μία, καθολική και καθησυχαστική λύση. Ο τελευταίος ήχος που ακούγεται στο Outside The Wall είναι η φράση “Isn’t this where....”· και αντίστοιχα, η φράση “....we came in?” είναι ο ήχος που ανοίγει το πρώτο μέρος του έργου (In the Flesh?).
Το στοιχείο της κυκλικότητας είναι υποδηλωτικό της ανάγκης σταθερής και διαρκούς κριτικής στάσης έναντι των σχέσεων εξουσίας· και η επιλογή αυτής της στάσης είναι χαρακτηριστική της πολιτικής ακεραιότητας των φορέων της.
Δείτε επίσης: Lyrics, Behind The Wall (Documentary, 1/7), Full video
Παλαιότερη εκδοχή του κειμένου στο crimevssocialcontrol