Στις 19 Αυγούστου 1936, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα δολοφονήθηκε από τους φασίστες του στρατηγού Φράνκο. Το φασιστικό καθεστώς έκαψε τα βιβλία του δημόσια, και στη συνέχεια τα απαγόρευσε. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα υπήρξε ο σπουδαιότερος μοντέρνος Ισπανός ποιητής και δραματουργός, και αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες στον κόσμο. Το μέρος που βρίσκεται θαμμένο το σώμα του παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστο.
Πολιτεία δίχως ύπνο (Νυχτερινό της γέφυρας του Brooklyn)
Στον ουρανό κανένας δεν κοιμάται. Κανένας, κανένας.
Κανένας δεν κοιμάται.
Κανένας δεν κοιμάται.
Τα πλάσματα της σελήνης οσμίζονται και τριγυρνάνε γύρω στα καλύβια τους.
Θά 'ρθουν οι ζωντανοί μεγαλόσαυροι να δαγκάσουν τους ανθρώπους που
δεν ονειρεύονται,
κι αυτός που ξεμακραίνει, με την καρδιά ραγισμένη, θά 'βρει
στις γωνιές των δρόμων
τον απίθανο κροκόδειλο ήσυχο κάτω από τη γλυκιά διαμαρτυρία των άστρων.
Στον κόσμο κανένας δεν κοιμάται. Κανένας, κανένας.
Κανένας δεν κοιμάται.
Στο πιο απόμακρο νεκροταφείο είν' ένας πεθαμένος
Που τρία χρόνια παραπονιέται
γιατί έχει ένα ξερό τοπίο μέσα σ' ένα του γόνατο·
και το παιδί που θάψανε σήμερα το πρωί έκλαιγε τόσο δυνατά
που χρειάστηκε να φωνάξουνε τα σκυλιά για να το κάνουν να σωπάσει.
Η ζωή δεν είναι όνειρο. Γρηγορείτε! Γρηγορείτε! Γρηγορεί τε!
Ροβολάμε τα σκαλιά για να φάμε υγρό χώμα
ή ανεβαίνουμε στο σύρμα του χιονιού μ' ένα χορό πεθαμένες ντάλιες.
Μα ούτε λησμονιά ούτε όνειρο:
ζωντανή σάρκα. Τα φιλιά δένουνε τα στόματα
σ' ένα ρουμάνι πρόσφατες φλέβες
κι όποιος πονάει απ' τον πόνο του θα πονάει αδιάκοπα
κι όποιος φοβάται το θάνατο θα τον φορτωθεί στη ράχη του.
Μια μέρα
τ' άλογα θα ζουν μες στις ταβέρνες
και τα φρενιασμένα μυρμήγκια
θα χυμήξουνε πάνω στους κίτρινους ουρανούς που καταφεύγουνε
τα γελαδίσια μάτια.
Μιαν άλλη μέρα
θα δούμε ν' ανασταίνονται οι πεταλούδες,
κι ακόμα, βαδίζοντας μέσα σ' ένα τοπίο από γκρίζα σφουγγάρια
και βουβά καράβια,
θα δούμε να λαμποκοπάει το δαχτυλίδι μας και ν' αναβρύζουν ρόδα
από τη γλώσσα μας.
Γρηγορείτε! Γρηγορείτε! Γρηγορεί τε!
Όσους φυλάνε ακόμα ίχνη απ' τις νυχιές κι από τη μπόρα,
τούτο τ' αγόρι που κλαίει γιατί δεν ξέρει την εφεύρεση του γεφυριού,
ή αυτόν τον πεθαμένο που δεν έχει πια παρά το κεφάλι του κι ένα παπούτσι,
πρέπει να τους πάμε στον τοίχο που περιμένουν μεγαλόσαυροι και φίδια,
που περιμένει η μασέλα της αρκούδας,
που περιμένει το ξερό σα μούμια χέρι του παιδιού,
κι όπου το πετσί της καμήλας σηκώνεται ορθό από μια δυνατή ανατριχίλα.
Στον ουρανό κανένας δεν κοιμάται. Κανένας, κανένας,
Κανένας δεν κοιμάται.
Αν όμως κλείσει τα μάτια του κανένας,
βαράτε του καμουτσιές, παιδιά μου, βαράτε του καμουτσιές!
Ένα πανόραμα να 'ναι από μάτια ανοιχτά
κι από πικρές φλογισμένες πληγές.
Σ' όλο τον κόσμο κανένας δεν κοιμάται. Κανένας, κανένας.
Τό 'χω ξαναπεί.
Κανένας δεν κοιμάται.
Αν όμως κάπου, τη νύχτα, θολώσει το μυαλό,
ανοίχτε την καταπακτή για να δει το φεγγαρόφωτο
τα ψεύτικα ποτήρια, το δηλητήριο και τη νεκροκεφαλή των θεάτρων.
Θά 'ρθουν οι ζωντανοί μεγαλόσαυροι να δαγκάσουν τους ανθρώπους που
δεν ονειρεύονται,
κι αυτός που ξεμακραίνει, με την καρδιά ραγισμένη, θά 'βρει
στις γωνιές των δρόμων
τον απίθανο κροκόδειλο ήσυχο κάτω από τη γλυκιά διαμαρτυρία των άστρων.
Στον κόσμο κανένας δεν κοιμάται. Κανένας, κανένας.
Κανένας δεν κοιμάται.
Στο πιο απόμακρο νεκροταφείο είν' ένας πεθαμένος
Που τρία χρόνια παραπονιέται
γιατί έχει ένα ξερό τοπίο μέσα σ' ένα του γόνατο·
και το παιδί που θάψανε σήμερα το πρωί έκλαιγε τόσο δυνατά
που χρειάστηκε να φωνάξουνε τα σκυλιά για να το κάνουν να σωπάσει.
Η ζωή δεν είναι όνειρο. Γρηγορείτε! Γρηγορείτε! Γρηγορεί
Ροβολάμε τα σκαλιά για να φάμε υγρό χώμα
ή ανεβαίνουμε στο σύρμα του χιονιού μ' ένα χορό πεθαμένες ντάλιες.
Μα ούτε λησμονιά ούτε όνειρο:
ζωντανή σάρκα. Τα φιλιά δένουνε τα στόματα
σ' ένα ρουμάνι πρόσφατες φλέβες
κι όποιος πονάει απ' τον πόνο του θα πονάει αδιάκοπα
κι όποιος φοβάται το θάνατο θα τον φορτωθεί στη ράχη του.
Μια μέρα
τ' άλογα θα ζουν μες στις ταβέρνες
και τα φρενιασμένα μυρμήγκια
θα χυμήξουνε πάνω στους κίτρινους ουρανούς που καταφεύγουνε
τα γελαδίσια μάτια.
Μιαν άλλη μέρα
θα δούμε ν' ανασταίνονται οι πεταλούδες,
κι ακόμα, βαδίζοντας μέσα σ' ένα τοπίο από γκρίζα σφουγγάρια
και βουβά καράβια,
θα δούμε να λαμποκοπάει το δαχτυλίδι μας και ν' αναβρύζουν ρόδα
από τη γλώσσα μας.
Γρηγορείτε! Γρηγορείτε! Γρηγορεί
Όσους φυλάνε ακόμα ίχνη απ' τις νυχιές κι από τη μπόρα,
τούτο τ' αγόρι που κλαίει γιατί δεν ξέρει την εφεύρεση του γεφυριού,
ή αυτόν τον πεθαμένο που δεν έχει πια παρά το κεφάλι του κι ένα παπούτσι,
πρέπει να τους πάμε στον τοίχο που περιμένουν μεγαλόσαυροι και φίδια,
που περιμένει η μασέλα της αρκούδας,
που περιμένει το ξερό σα μούμια χέρι του παιδιού,
κι όπου το πετσί της καμήλας σηκώνεται ορθό από μια δυνατή ανατριχίλα.
Στον ουρανό κανένας δεν κοιμάται. Κανένας, κανένας,
Κανένας δεν κοιμάται.
Αν όμως κλείσει τα μάτια του κανένας,
βαράτε του καμουτσιές, παιδιά μου, βαράτε του καμουτσιές!
Ένα πανόραμα να 'ναι από μάτια ανοιχτά
κι από πικρές φλογισμένες πληγές.
Σ' όλο τον κόσμο κανένας δεν κοιμάται. Κανένας, κανένας.
Τό 'χω ξαναπεί.
Κανένας δεν κοιμάται.
Αν όμως κάπου, τη νύχτα, θολώσει το μυαλό,
ανοίχτε την καταπακτή για να δει το φεγγαρόφωτο
τα ψεύτικα ποτήρια, το δηλητήριο και τη νεκροκεφαλή των θεάτρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου