Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει.
Γράφω πρώτα το περιστατικό, όσο πιο κλινικά μπορώ:
Την Τρίτη 4 Οκτωβρίου, λίγο μετά τις 6 το απόγευμα, περπατούσα προς την είσοδο του σταθμού του ΗΣΑΠ στην Βικτώρια. Στην οδό Χέυδεν είδα δύο ανθρώπους να διαπληκτίζονται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο πρώτος ήταν ένας συνηθισμένος, μάλλον συμβατικά ντυμένος ανθρωπος περίπου 50 ετών. Αυτός χτύπησε πρώτος, με μια γροθιά στον πρόσωπο, ένα νεότερο, αδύνατο, με φθαρμένα ρούχα. Ο δεύτερος παραπάτησε ζαλισμένος, ανάκτησε την ισορροπία του, και ανταπέδωσε. Ο πρώτος έπεσε στο πεζοδρόμιο, φαινόταν να έχει χάσει τις αισθήσεις του. Η γυναίκα που τον συνόδευε αναστατώθηκε, οι υπάλληλοι ενός καταστήματος βγήκαν να δουν τι έγινε, μαζεύτηκε κόσμος.
Τρεις περαστικοί κυνήγησαν και έπιασαν τον δεύτερο, που προσπάθησε να απομακρυνθεί. Ήταν εξαγριωμένοι, οι δύο τον κρατούσαν από τα χέρια και ο τρίτος του έσφιγγε το λαιμό. Μέχρι να περάσω απέναντι, τον είχαν αναγκάσει να καθήσει στο πεζοδρόμιο, του φώναζαν άγρια να μη μιλάει. Ο τρίτος του πατούσε με δύναμη το πόδι. Πλησίασα και τους είπα να μην τον χτυπούν. Αυτός που του πατούσε το πόδι προχώρησε προς το μέρος μου. «Και τι σε νοιάζει εσένα», μου είπε απότομα, «συνεργάτης του είσαι; Να σε πιάσουμε και εσένα τότε».
Απάντησα πως δεν είμαι συνεργάτης κανενός, είπα πού δουλεύω στην περιοχή, πού πηγαίνω, και τι είδα από το απέναντι πεζοδρόμιο ακριβώς. Ο άνθρωπος που κρατούσαν επιβεβαίωσε αυτό που είδα. Ο εξαγριωμένος απάντησε πως δεν ξέρει τι έγινε στην αρχή, και όταν ξαναείπα να μην τον χτυπούν αρνήθηκε ότι τον χτύπησαν. «Σε είδα που του έσφιγγες το λαιμό», είπα εγώ. «Τι να κάνω, να τον αφήσω να χτυπήσει και εμένα;» απάντησε αυτός.
Εκείνη την στιγμή, ένας περαστικός μου είπε με έντονο ύφος να μη μιλάω γιατί δεν ξέρω τι έγινε. Επανέλαβα ότι ήμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο και είδα τι έγινε, και πρόσθεσα ότι σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να λυντσάρουμε αυτόν τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα, ένας άλλος περαστικός άρχισε να διαμαρτύρεται για την κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή, και μια ηλικιωμένη τον επικρότησε. Το ίδιο και άλλοι.
«Και για την κατάσταση στην περιοχή πρέπει να πληρώσει αυτός ο άνθρωπος;» είπα εγώ. «Αυτός πάντως θα πληρώσει», απάντησε έντονα ο περαστικός, και είπε επίσης ότι έχουν καλέσει την αστυνομία. Ταυτόχρονα ένας άλλος με ρώτησε τι συνέβει. Επανέλαβα αυτό που είδα και ζήτησα από όλους να ηρεμήσουν. «Δεν μπορούμε να ηρεμήσουμε τώρα», φώναξε η ηλικιωμένη.
Σε αυτό το χρονικό σημείο έφτασε η αστυνομία, και το περιστατικό τελείωσε ως εξής: πήγα στο αστυνομικό τμήμα ως μάρτυρας και μίλησα με τον αξιωματικό υπηρεσίας, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε γιατί κανένας από τους δύο δεν έκανε μήνυση στον άλλον. Κανένας από τους εξαγριωμένους ή άλλος περαστικός δεν εμφανίστηκε στο τμήμα.
Δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσο μπόρεσα πραγματικά να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο. Ξέρω όμως ότι φοβήθηκα. Γυρίζοντας στη Βικτώρια τα χέρια μου έτρεμαν.
Ποιος αποφασίζει, και με ποια νομιμοποίηση, αν θα πιάσουμε κάποιον, αν θα τον χτυπήσουμε, αν θα τον παραδώσουμε στην αστυνομία; Η βία είναι πολιτική γιατί αφορά την εξουσία, όπως αυτή προσδιορίζει τα σώματα, και μέσω αυτών τα δικαιώματα και την ελευθερία των υποκειμένων, δηλαδή την πολιτική συνθήκη της ύπαρξης τους.
Και για αυτό το λόγο είμαι αντίθετος στη χρήση βίας: πρόκειται για κύρια μορφή άσκησης εξουσίας, και ταυτόχρονα μορφή ακύρωσης του πολιτικού, εννοούμενου ως πεδίου με προσδιοριστικά στοιχεία την διαφωνία και την διαφορετικότητα. Και σε αυτό το περιστατικό, η διαφωνία και η διαφορετικότητα δεν είχαν καμία ελπίδα, εκτός ίσως από το διάλογο στο βαθμό που ήταν δυνατό να γίνει, γιατί η βία δεν έχει σχέση με το ποιος έχει δίκιο, αλλά με το ποιος θα επιβληθεί. Και σε ό,τι με αφορά δεν θέλω να επιβληθεί κανείς, πόσο μάλλον οι υποτίθεται ευυπόληπτοι πολίτες.