[O]ποιοσδήποτε ισχυρίζεται ότι τα αιτήματα πρέπει να μπορούν να ικανοποιηθούν υποθέτει ότι υπάρχει κάποιος ή κάποια υφιστάμενη θεσμική εξουσία στην οποία θα μπορούσε κανείς να απευθυνθεί ώστε να ικανοποιηθούν τα αιτήματά του. Οι συνδικαλιστικές διαπραγματεύσεις που υποστηρίζονται από την απειλή απεργιών έχουν συνήθως μια λίστα αιτημάτων, η οποία αν ικανοποιηθεί η απεργία θα αποτραπεί, και αν όχι η απεργία θα αρχίσει ή θα παραταθεί. Αλλά όταν μια εταιρεία, μια επιχείρηση, ή το κράτος δεν θεωρείται νομιμοποιημένος εταίρος για διαπραγματεύσεις, τότε δεν έχει νόημα να απευθυνθεί κανείς στην εν λόγω αρχή για μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων. Στην πραγματικότητα, η απεύθυνση έκκλησης προς την εν λόγω αρχή για να ικανοποιήσει ένα αίτημα θα ήταν ένας τρόπος απόδοσης νομιμοποίησης σε αυτή την αρχή. Έτσι, η έκφραση αιτημάτων που μπορούν να ικανοποιηθούν εξαρτάται θεμελιακά από την απόδοση νομιμοποίησης σε αυτούς που έχουν τη δύναμη να ικανοποιήσουν τα αιτήματα. Και όταν κάποιος παύει να απευθύνει αιτήματα σε αυτές τις αρχές, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μιας γενικής απεργίας, τότε είναι που εκτείθεται η μη νομιμοποίηση αυτών των αρχών. [...]
Αλλά αν αυτοί οι υπάρχοντες θεσμοί είναι συνεργοί με το οικονομικό καθεστώς που εξαρτάται από την αναπαραγωγή της ανισότητας, αλλά και την διευρύνει, τότε κανείς δεν μπορεί να απευθυνθεί σε αυτούς τους θεσμούς για να φέρει ένα τέλος στις συνθήκες ανισότητας. Μια τέτοια απεύθυνση ηττάται από τον εαυτό της κατά τη διάρκεια της έκφρασης της. Με απλά λόγια, η απεύθυνση ή το αίτημα που επιδιώκεται να ικανοποιηθεί από το υπάρχον κράτος, τους διεθνείς νομισματικούς θεσμούς ή τις εθνικές ή υπερεθνικές εταιρείες, θα έδινε μεγαλύτερη ισχύ στις ίδιες τις πηγές της ανισότητας, και με αυτόν τον τρόπο θα βοηθούσε και θα ενθάρρυνε την ίδια την αναπαραγωγή της ανισότητας. Ως εκ τούτου, απαιτείται μια άλλη σειρά στρατηγικών, και αυτό που βλέπουμε σήμερα στο κίνημα Occupy είναι ακριβώς η ανάπτυξη μιας σειράς στρατηγικών που εφιστούν την προσοχή, και αντιτάσσονται, στην αναπαραγωγή της ανισότητας.
[...]
[Δ]εν θα ήταν δυνατόν να σκεφτούμε τη δημοκρατία χωρίς το ιδανικό της ριζικής ισότητας. Έτσι, η ριζική ισότητα είναι ένα αίτημα, αλλά δεν απευθύνεται σε αυτούς τους θεσμούς που αναπαράγουν την ανισότητα. Απευθύνεται στους ίδιους τους ανθρώπους που ιστορικό τους έργο είναι η δημιουργία νέων θεσμών. Η απεύθυνση είναι στους εαυτούς μας, και είναι αυτό το νέο "εμείς" που σχηματίζεται, ανά γεγονός και παγκόσμια, σε κάθε δράση και διαδήλωση. Τέτοιες ενέργειες δεν είναι κατά καμία έννοια "απολίτικες". Στοχεύουν εναντίον μιας πολιτικής που προσφέρει πρακτικές λύσεις εις βάρος της αντιμετώπισης της δομικής ανισότητας. Και μας θυμίζουν ότι κάθε μορφή πολιτικής κερδίζει ή χάνει τη νομιμοποίησή της ανάλογα με το αν παρέχει ισότητα στους ανθρώπους που λέγεται ότι εκπροσωπεί. Διαφορετικά αποτυγχάνει να εκπροσωπήσει, και έτσι καταστρέφει τη δική της νομιμοποίηση στα μάτια του λαού. Διαδηλώνοντας, δρώντας, οι άνθρωποι έρχονται να εκπροσωπήσουν τους εαυτούς τους, ενσωματώνοντας και αναζωογονώντας τις αρχές της ισότητας που έχουν αποδεκατιστεί. Εγκαταλειμμένοι από τους υπάρχοντες θεσμούς, συγκεντρώνονται οι ίδιοι στο όνομα μιας κοινωνικής και πολιτικής ισότητας, δίνοντας φωνή, σώμα, κίνηση, και ορατότητα σε μια ιδέα του "λαού" που έχει συχνά διαιρεθεί και σβηστεί από την υπάρχουσα εξουσία.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα άρθρου της Judith Butler με τίτλο So, what are the demands? And where do they go from here?, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό tidal: occupy theory, occupy strategy, Τεύχος 2, Μάρτιος 2012, σσ. 8-11; όλα τα τεύχη είναι διαθέσιμα εδώ και εδώ.